Il valoroso (N. Perghialis) | ||
Σαν τον αητό φτερούγαγε στη στράτα τον καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια με χαμηλά τα μαύρα του τα μάτια λεβέντης εροβόλαγε. Στα ματιά του ένα σύννεφο μες την καρδιά του σίδερο. Κυλάει το αίμα, σκέπασε τον ήλιο κι ο χάρος εροβόλαγε. Σφαλούν τα μάτια κι οι καρδιές σφαλούν τα παραθύρια μετά χυμάει ο Χάροντας καβάλα κι εκείνος χαμογέλαγε. Ποιος κατεβαίνει σήμερα στον Άδη; Ποιον κουβεντιάζει η γειτονιά κι ανανταριάζει; Γιατί βουβά είναι τα βουνά κι οι κάμποι; Λεβέντης εροβόλαγε. | Come un'aquila volava nella strada lo ammiravano i vicini dalle finestre con i suoi neri occhi abbassati un valoroso mitragliava. Nei suoi occhi una nuvola nel suo cuore il ferro. Scorse il sangue, coprì il sole anche Caronte mitragliava. Si chiudono gli occhi e i cuori si chiudono le finestre poi si avventa Caronte a cavallo e quello sorrideva. Chi scende oggi nell'Ade? Di chi parla il vicinato di chi discute Perché stanno in silenzio i monti e i campi? Un valoroso mitragliava. | |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 14.10.2012 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info