Al poeta ignoto (M. Theodorakis)

Ρήγα Φεραίε σε σε κράζω.
Από την Αυστραλία στον Καναδά
κι από τη Γερμανία στην Τασκένδη,
σε φυλακές, σε βουνά και σε νησιά,
διασκορπισμένοι οι Έλληνες.

Διονύσιε Σολωμέ σε σε κράζω.
Κρατούμενοι και κρατούντες,
δέροντες και δερόμενοι,
διατάσσοντες και διατασσόμενοι,
τρομοκρατούντες και τρομοκρατούμενοι,
κατέχοντες και κατεχόμενοι,
διηρημένοι οι Έλληνες.

Αντρέα Κάλβε σε σε κράζω.
Λαμπερότατος ο ήλιος απορεί,
απορούν τα βουνά και τα έλατα,
οι ακρογιαλιές και τ’ αηδόνια,
λίκνο ομορφιάς και μέτρου η πατρίς μου,
σήμερα τόπος θανάτου.

Κωστή Παλαμά σε σε κράζω.
Ποτέ άλλοτε τόσο φως δεν έγινε σκότος,
τόση ανδρεία φόβος,
τόση αδυναμία η δύναμη,
τόσοι ήρωες μαρμάρινες προτομές,
πατρίς του Διγενή και του Διάκου η πατρίς μου,
σήμερα χώρα υποτελών.

Νίκο Καζαντζάκη σε σε κράζω.
Κι όμως αν λησμονούν οι θνητοί
που μιλούν ακόμα τη γλώσσα του Ανδρούτσου,
η μνήμη κατοικεί πίσω από τα σίδερα και τις σκοπιές,
η μνήμη κατοικεί μέσα στα ληθάρια,
φωλιάζει στα κίτρινα φύλα
που σκεπάζουν το κορμί σου Ελλάδα.

Άγγελε Σικελιανέ σε σε κράζω.
Η ψυχή της πατρίδας μου είσ’ εσύ πολύμορφο ποτάμι,
τυφλό από το αίμα, κουφό από το δόγκο,
ανήμπορο από το μέγα μίσος και τη μεγάλη αγάπη,
που εξίσου εξουσιάζουν την ψυχή σου.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι
δυο χειροπέδες σφιγμένες σε δυο ποτάμια,
δυο βουνά δεμένα με σκοινιά
στον πάγκο της ταράτσας,
ο Αργίτικος κάμπος φουσκωμένος από το μαστίγιο
και ο Όλυμπος κρεμασμένος πισθάγκωνα
από το κατάρτι του αεροπλανοφόρου για να ομολογήσει.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι αυτός ο σπόρος
π’ άπλωσε ρίζες πάνω στο βράχο.
Είσ’ εσύ μάνα, γυναίκα, κόρη,
που αγναντεύεις τη θάλασσα και τα βουνά
και κρυφόβαφεις μ’ αίμα
τα κόκκινα αβγά της Αναστάσεως
που εγκυμονούν οι καιροί και οι άντρες.
Αν ποτές να ‘ρθει στη δύστυχη χώρα μου,
Πάσχα Ελλήνων.

Άγνωστε Ποιητή σε σε κράζω.


Rigas Feréos è te che chiamo.
Dall'Australia al Canadà
e dalla Germania a Taškent,
nelle prigioni, sui monti e nelle isole,
i Greci sono dispersi.

Dionisios Solomòs è te che chiamo.
Carcerati e carcerieri
torturatori e torturati,
oppressori ed oppressi,
terroristi e terrorizzati,
dominanti e dominati,
i Greci sono divisi.

Andreas Kalvos è te che chiamo.
Dubitoso è il sole splendente
dubitosi i monti e gli abeti
le riviere e gli usignoli,
lume di bellezza e di misura la mia patria
è oggi un luogo di morte.

Kostìs Palamàs è te che chiamo.
Mai altrove tanta luce si fece tenebra,
tanto valore paura,
tanta forza debolezza,
tanti eroi erme di marmo,
patria di Digene e di Diakos la mia patria,
oggi paese dei sottomessi.

Nikos Kazantzakis è te che chiamo.
E anche se i mortali dimenticano
che la lingua che parlano è ancora quella di Androutsos,
la memoria abita dietro le inferriate
e i posti di guardia, la memoria abita tra le pietre,
nidifica nel fogliame ingiallito
che ricopre il corpo della Grecia.

Anghelos Sikelianòs è te che chiamo.
L'anima della mia patria è un fiume dalle mille forme,
accecato dal sangue, stordito dal gemito,
sfinito dal grande odio e dal grande amore,
che del pari hanno in potere la tua anima.
L'anima della mia patria sono
due manette serrate su due fiumi,
due montagne legate da funi alla panca della terrazza,
il piano argolico tumefatto dalla frusta
e l'Olimpo appeso per i gomiti
all'albero della portaerei perché confessi.
L'anima della mia patria è questo seme
che ha disteso le radici sopra lo scoglio.
Sei tu, madre, moglie e figlia, che
ammicchi al mare e alle montagne
e di soppiatto dipingi con il sangue
le rosse uova della Resurrezione
di cui i tempi e i maschi sono gravidi.
Se mai giunga nel nostro disgraziato paese
una Pasqua dei Greci.

Poeta ignoto, è te che chiamo

Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 15.10.2012

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info