Canzone dell'esilio (Varnalis)

Μας σιδεροδέσανε τα χέρια
και μας κλείσαν ολούθε μαλινχέρια.
Μας μετρήσανε, κάπου εξηνταριά,
και μας ζυγιάσαν την ψυχή – βαριά!

Μουδιάσανε σφιχτόδετα καιρό
χέρι δεξί με χέρι αριστερό.
Μουδιασμένο και τ’ άλλο μας, που εκράτη
βαλίτσα ή δέμα για τον Άη – Στράτη.

Κατάχαμ’ αρετή, μυαλό και νιάτα!
Τον κάλλιον ο χειρότερος επάτα.
Τυχερέ, κείνο τ’ άθλιο δειλινό
σε δέσαν με το δάσκαλο Γληνό.

Μεγάλα μάτια αστραφτερά, στητός
κι ατάραγος πάνου απ’ τη μοίρα αυτός,
κοιτούσε την ερχόμενην ευδία.
Συ νευρικός απ’ την αηδία.

Μαζί μας, τελευταίοι, με το βαπόρι
πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.
Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια
λογιούνται η λευτεριά και τα χασίσια.

Μα το καλογεράκι απ’ τ’ Αγιονόρος,
που πέταξε τα ράσα, ο θεοφόρος,
και το πιάσανε νύχτα στην Ομόνοια,
ξουρισμένα μουστάκια και σαγόνια,
μαζί μας δεν το δέσανε. Βλακεία
να πομπέψουν πατρίδα και θρησκεία!

Έτσι μας εφορτώσαν στο βαπόρι,
τους πατριώτες οι πατριδεμπόροι.
Εξορία στο λαό, χέρια δεμένα,
για να `ρθει ο εξορισμένος απ’ τα ξένα,
να χωρίσει το Έθνος και να βάλει
τη μια μεριά να πολεμάει την άλλη.


Ci misero ferri sulle mani
e i Manlicher ci serrarono tutt'intorno.
Ci contarono, si era una sessantina,
ci pesarono l'anima - e che peso!

Insensibili si fecero le mani, a lungo strette,
la mano destra con la sua sinistra.
Insensibile pure il resto di noi che sorreggeva
valigia e fagotto per Sant'Eustrazio.

Nel fango la virtù il cervello e gli anni belli!
Il migliore era calpestato dal peggiore.
Te beato, che fosti quella sera miseranda
ammanettato a Glinòs, il tuo maestro.

Grand'occhi saettanti, come un fuso dritto
e impassibile, superiore alla sua sorte,
scrutava la stagione buona in marcia:
e tu coi nervi a pezzi per il disdegno.

In coda a noi con il vapore
drogati, malviventi, ciurmatori.
Apposta per le viste, come schietti
si giudicavano l'un l'altro la libertà e l'hashish.

Ma il monacello del Monte Santo,
che la tonaca gettò, tutto dio e cuore,
e fu beccato di notte in piazza Omònia
coi mustacchi e la chierica ben tonsi,
quello non fu legato a noi: assurdo
avvilire la patria e la religione!

Così ci caricarono sul vapore,
i mercanti di patria i patrioti.
Esilio per il popolo, le mani ben legate
perché dal suo esilio torni l'esiliato,
la Nazione a dividere e a fare in modo
che una parte all'altra faccia la guerra.

Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 15.10.2012

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info