Il topo e l'aquila (O. Ioannou) | ||
Ό,τι κι αν κάνω, δεν μπορώ, το ξέρω, δε σε πείθω Με άλλα λόγια θα στο πω, μ’ έναν αρχαίο μύθο Μια ιστορία ψεύτικη και λίγο ξεχασμένη Και πάσα ομοιότητα, είναι εξ'αρχής χαμένη Για ένα ποντίκι που ήτανε στα χώματα κρυμμένο Ποτέ δεν είδε ουρανό και πάντα πεινασμένο Όλος ο κόσμος μια σταλιά, μονάχα ένα χωράφι Και όλες οι παρέες του, ένα μικρό σινάφι Στο σώμα αταξίδευτο και στην ψυχή χαμένο Μες την καρδιά του μοναχό και πάντα φοβισμένο Κατέβηκε ένας αετός μια μέρα στο χωράφι Η πείνα του αχόρταγη, το ράμφος του ξυράφι Τον έπιασε τον ποντικό, του κόπηκε η μιλιά του Και φύγαν προς τον ουρανό, τον πάει στη φωλιά του Γυρίζει τότε ο ποντικός, κοιτάζει προς τα κάτω Είδε βουνά και θάλασσα, τον κόσμο πιο γεμάτο "Θεέ μου πόσα έχασα μ’ αυτούς που μπερδευόμουν Ωραία είναι εδώ ψηλά, εγώ γιατί σερνόμουν ; Θέλω να μείνω πάντα εδώ, εδώ θέλω να ζήσω Τώρα που είδα ουρανό, όλα θα τα ζητήσω " Τον κοίταξε ο αετός και του'πε θυμωμένα "Αν σ’ ήθελε ο Θεός ψηλά, θα ήσουν σαν κι εμένα " Κι ο ποντικός του απάντησε πως είναι θέμα πλάνης Μ’ αγάπη κι ανοιχτή καρδιά, τον ουρανό τον φτάνεις Θα αναρωτιέσαι σίγουρα τι έγινε στο τέλος Όμως αυτή η συζήτηση, είναι ένα άλλο σκέλος Κι αν λες πως δεν κατάλαβες και σου πουλάω φύκια Εντάξει, πλάκα έκανα, μιλούσα για ποντίκια Να ονειρεύεσαι ουρανούς και να ζητάς τους τρόπους Τι κρίμα που οι αετοί δεν τρώνε και ανθρώπους Απ’ όσα είδαν τα μάτια μου, ένα μόνο να ξέρεις Πως δε σου φτάνει το όνειρο για να τα καταφέρεις Τ’ όνειρο είναι τα φτερά, μα αν θέλεις να πετάξεις Πρέπει και την αλήθεια σου λίγο να την πειράξεις Μη στάζεις το φαρμάκι σου χωρίς να κάνεις βήμα Ή κούνα το κορμάκι σου ή άλλαξε το ποίημα | Per quanto faccia, non ci riesco, lo so, a persuaderti Te la dirò con altre parole, con una favola antica Una storia inventata e po' dimenticata Ed ogni analogia si è persa fin dall'inizio Di un topo che stava nascosto tra le zolle Non aveva mai visto il cielo e aveva sempre fame Tutto il suo mondo era una goccia, soltanto un campicello E per tutta compagnia, un gruppetto di suoi simili Mai mosso il corpo in viaggio, un' anima morta Un cuore solitario e sempre impaurito Calò un'aquila nel campicello un giorno Insaziabile la sua fame, il becco come un rasoio Agguantò il topo, gli tolse la favella E via verso il cielo, al nido suo lo porta Si volta allora il topo, guarda verso il basso Vide montagne e mare, il mondo pieno di cose "Dio mio che mi son perso confondendomi con quelli là Che bello che è quassù, perchè stavo giù a strisciare? Voglio restare sempre qui, è qui che voglio vivere Ora che ho visto il cielo, non c'è cosa che non voglia". L'aquila lo guardò e gli disse in preda all'ira: "Se lo volesse Dio, saresti uguale a me" E il topo le rispose che l'argomento era fuorviante Con amore e un cuore aperto, si guadagna il cielo Certo domanderai come andò a finire Ma questa discussione è un altro par di maniche E se dici di non capire e che ti racconto frottole Va bene, ho un po' scherzato, solo di topi volevo dire Cerca di sognare il cielo e cercali tu i modi Peccato che le aquile non si nutrano anche di umani Per quanto ho visto coi miei occhi, una cosa hai da sapere Che non hai abbastanza sogni per poterci riuscire I sogni sono le ali, ma se vuoi anche volare ti occorre scombussolare le tue verità Non stare a stillar veleno senza fare un passo O alza le tue chiappe o cambia la canzone | |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 17.11.2012 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info