The oblivion well

Της παπαρούνας τον ανθό
Να μην τον εμυρίσεις.
Γιατί σε μένα μάτια μου
Μια μέρα θα γυρίσεις.

Να μου γυρέψεις τη φωτιά
Και του τρελού το χάδι.
Πάντα ζητούσες τα φιλιά
Που αφήνουνε σημάδι.

Τα χάδια μου τα πέταξα
Στης λήθης το πηγάδι.
Να μην τα βρουν οι αγκαλιές
που βγαίνουνε σεργιάνι.

Με διαβατάρικα πουλιά
Έρωτα να μην πιάνεις.
Γιατί είναι διαβατάρικα
Και γρήγορα τα χάνεις.

Και σου κουρσεύουν τη λαλιά
Κι ανάσα πια δεν έχεις.
Κι όλο γυρίζεις το πρωί
Χάδι να μου γυρεύεις.

Τα χάδια μου τα πέταξα
Στης λήθης το πηγάδι.
Να μην τα βρουν οι αγκαλιές
που βγαίνουνε σεργιάνι.


The flower of the poppy
do not smell it
because to me, sweet eyes,
one day you will come back.

Asking of me the fire
and the crazy man’s caress.
You always wanted the kisses
that leave marks.

I threw my caresses
to the oblivion well.
Not to be found by the cuddlings
that come out to stroll.

With stray birds
do not catch love.
Because they are stray
and quickly you lose them.

And they steal your speech
and you have no breath anymore.
And you always come back in the morning
asking for my caress.

I threw my caresses
to the oblivion well.
Not to be found by the cuddlings
that come out to stroll.

theTempestAhead © 14.12.2012

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info