Esta es la casa, el mar y la bandera | ||
Τούτο ειν’ το σπίτι, η θάλασσα, η σημαία Που σ’ άλλους μακριούς τριγυρνούσαμε τοίχους Την πόρτα δεν τη βρίσκαμε κι ούτε ήχο Από την απουσία σου σαν πεθαμένοι Μερόνυχτα έκλαιγε, έκλαιγε το σπίτι Μισάνοιχτο μ’ αραχνοιστούς όλο θρηνούσε Ξεκάρπισε απ’ τα μαύρα του τα μάτια Και να που τώρα στη ζωή ξανάρθε Μερόνυχτα έκλαιγε, έκλαιγε το σπίτι Μισάνοιχτο μ’ αραχνοιστούς κι όλο θρηνούσε Το ζούμε, μα δε μας αναγνωρίζει, ώρα γι’ ανθούς, μα δεν τ’ αποφασίζει Το σπίτι τέλος λύνει τη σιωπή του Μπαίνοντας εγκατάλειψη πατάμε Τους ψόφιους ποντικούς, το άδειο αντίο Το νεράκι μέσα στα κιούγκια που έχει κλάψει | Ésta es la casa, el mar y la bandera. Errábamos por otros largos muros. No hallábamos la puerta ni el sonido desde la ausencia, como desde muertos. Y al fin la casa abre su silencio, entramos a pisar el abandono, las ratas muertas, el adiós vacío, el agua que lloró en las cañerías. Lloró, lloró la casa noche y día, gimió con las arañas, entreabierta, se desgranó desde sus ojos negros, y ahora de pronto la volvemos viva, la poblamos y no nos reconoce: tiene que florecer, y no se acuerda. | |
Avellinou © 23.12.2012 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info