Parole dorate

Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές
τ’ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
σου μάθαινε το αύριο και το χθες
μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη
με του καιρού δεμένος τις κλωστές

Τ’ αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία
που στράγγιξες χαμένα μια γενιά
καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία
και να `σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά
κι όχι να ζεις μ’ αυτή την κομπανία
και να μην ξέρεις τ’ άστρο του φονιά

Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι
απ’ του καιρού την άγρια πληρωμή
στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι
τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή
και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει
και το μαράζι δίχως αφορμή

Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι
τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά
κι απ’ το παλιό μαρτύριο να `χει μείνει
ένα σκυλί τη νύχτα που διψά
γυναίκες στη γωνιά μ’ ασετυλίνη
παραμιλούν στην ακροθαλασσιά

Και στ’ ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια
θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή
πώς έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή
πώς το `φεραν η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή

Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι
ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά
ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη
και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά
μαλαματένια λόγια στο χορτάρι
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά

Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας Παρασκευή
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί

Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς


Parole dorate sul fazzoletto
le ho trovate in cammino l'altro ieri
l'alfabeto sopra il trifoglio
t'insegnava il domani nonchè l'ieri
Ma io attraversavo l'ultima porta
legato ai fili del Tempo

Gli usignoli ti bistrattarono a Troia
ove per niente dissanguasti un'intera generazione
Sarebbe meglio se ti chiamassi Maria
e se fossi una sarta in Kokkinia
e se non convivessi con questa comitiva
senza sapere la stella dell'assassino.

Tornarono sfregiati in molti
dal pagamento atroce del tempo.
Frammezzo alla strada, quattro venti
li portarono a deambulare per un po'
e trovarono la fiamma che non trema
e la costernazione irragionevole.

E come gli altri, anche quelli si persero,
furono trovati latrare a metà strada
e dalla tortura del passato fu lasciato
solo un cane assetato nella notte.
Le donne in un angolo, sotto il lume dell'acetilene,
farneticano in riva al mare.

Nell'alto mare del mondo ci sono i camion
che saranno scaricati in Kaisariani.
Cos'è successo a questo secolo
da aver messo la vita sottosopra
Come han fatto il destino e gli anni
a non averti fatto ascoltare un poeta.

Chi dipana la matassa del mondo?
Chi è il capitano in montagna?
Chi elargisce l'amore e la grazia
e chi vaga tra i mirti dell'Ade?
Parole dorate nei campi erbosi,
chi le favorisce alla ventura generazione?

Mi hanno legato agli Stretti e alle regole
e all'alba di un giorno nefasto,
arcieri, falangi e legioni
mi agguantarono mettendomi in una gabbia,
e nei sotterranei i secoli sono segnati al dado
che vien tirato dagli usurai.

Anelavo alla preda grande,
ma poichè non ero nè spavaldo, nè possente.
Venivo deferito ai tuoi tribunali
sicchè mi troverai nell'Ade
mi processerai ancora, sottoponendomi al supplizio,
e mi castigherai come un criminale.

Chris_firenze © 25.03.2013

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info