Return of the Emigrant | ||
Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις; χρόνια ξενιτεμένος ήρθες με εικόνες που έχεις αναθρέψει κάτω από ξένους ουρανούς μακριά απ’ τον τόπο το δικό σου Γυρεύω τον παλιό μου κήπο· τα δέντρα μου έρχονται ως τη μέση κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια κι όμως σαν ήμουνα παιδί έπαιζα πάνω στο χορτάρι κάτω από τους μεγάλους ίσκιους κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές ώρα πολλή λαχανιασμένος Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου σιγά σιγά θα συνηθίσεις· θ’ ανηφορίσουμε μαζί στα γνώριμά σου μονοπάτια θα ξαποστάσουμε μαζί κάτω απ’ το θόλο των πλατάνων σιγά σιγά θα `ρθούν κοντά σου το περιβόλι κι οι πλαγιές σου Γυρεύω το παλιό μου σπίτι με τ’ αψηλά τα παραθύρια σκοτεινιασμένα απ’ τον κισσό γυρεύω την αρχαία κολόνα που κοίταζε ο θαλασσινός. Πώς θες να μπω σ’ αυτή τη στάνη; οι στέγες μου έρχονται ως τους ώμους κι όσο μακριά και να κοιτάξω βλέπω γονατιστούς ανθρώπους λες κάνουνε την προσευχή τους Παλιέ μου φίλε δε μ’ ακούς; σιγά σιγά θα συνηθίσεις το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου γλυκά να σε καλωσορίσουν Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου; σήκωσε λίγο το κεφάλι να καταλάβω τι μου λες όσο μιλάς τ’ ανάστημά σου ολοένα πάει και λιγοστεύει λες και βυθίζεται στο χώμα Παλιέ μου φίλε συλλογίσου σιγά σιγά θα συνηθίσεις η νοσταλγία σου έχει πλάσει μια χώρα ανύπαρκτη με νόμους έξω απ’ τη γης κι απ’ τους ανθρώπους Πια δεν ακούω τσιμουδιά βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος παράξενο πώς χαμηλώνουν όλα τριγύρω κάθε τόσο εδώ διαβαίνουν και θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα | Lyrics: Yioryos Seferis Music: Yiannis Markopoulos First version: Lakis Halkias & Ioanna Kiourktsoylou “Old friend what are you seeking? After years in foreign lands you've come With visions that you’ve fashioned Under foreign skies Far from your native land.” “I’m looking for my old garden; The trees are even with my waist And the hills look like terraces of stone, But when I was a boy I played on the grasses Beneath the towering shades And romped on the hillsides For hours 'til out of breath.” “Old friend, rest a while And slowly it'll all come back; We will climb up together on the old familiar paths And sit and rest together Under the domes of the plane-trees And slowly they will come to you Your fields and your hillsides.” “I’m looking for my old house With the windows up on high Covered with vines of ivy; I’m looking for the ancient column That sailors used for a sign. How can I go into this sheep-barn? The roofs are level with my shoulders And as far as I can gander I see towns-folk on bent knees As if muttering their prayers.” “Old friend, didn't you hear me? Everything will slowly come to you. Your house is the one you see here And at this door your friends Will soon come knocking To bid you sweet welcome.” “Why is your voice so distant? Come lift your head So I can make out your words For as you talk your stature Appears to be shrinking As if sinking into the earth.” “Old friend, consider That slowly all will be familiar; Your nostalgia has shaped A non-existent land with laws Beyond this world’s and its men.” “I hear nothing, no other sound; My only remaining friend has sunk under. Strange how everything around Shrinks every now and then. Here pass and reap thousands Of sickle-wielding chariot-men.” Athens, Spring 1938 | |
gstratig © 25.03.2013 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info