Requiem | ||
Πως το `φεραν ο Χρόνος κι ο Καιρός σε τραγουδιάρα Χώρα μοναχός καλογεράκος γκρίζος, σκονισμένος ψαλμός αποδεκατισμένος, κρυφός, κλεισμένος, σιωπηλός. Κλείνεις καλά το σπίτι σου γεμίζεις το ποτήρι σου βαφτίζεις το κλειδί σου Φυλακή ό, τι σ’ ελευθερώνει, σε κλειδώνει κι ό,τι σε φανερώνει είναι που δεν το διάλεξες εσύ. Είσαι άλλος ένας μέσα στους πολλούς δωμάτιο σ’ ένα σπίτι από καπνούς κι είσαι μια τυφλωμένη καπνοδόχος κι ο κουρασμένος ξενοδόχος του άφραγκού σου εαυτού. Κλείνεις το παραθύρι σου και σπάζεις για χατήρι σου τη Λέξη που αγαπούσες πιο πολύ ό, τι δε σε σκοτώνει σε χρεώνει κι ό,τι σε ξεπληρώνει είναι η αφεντιά σου η μισή. Μια μέρα θα βγω από το σπίτι και θα έχουν φύγει όλοι παντού ερημιά, όλα παρατημένα ανοικτά ένα ξυπνητήρι θα χτυπά και κανείς δε θα το κλείνει. Ήρθε το Τέλος του Κόσμου Μπήκαν σε κάτι τεράστια ιπτάμενα κλουβιά και φύγαν να γλιτώσουν όσους δε χώρεσαν τους σκότωσαν κι έμεινα μόνος. Μα πως δεν το έμαθα; Το είπε το ραδιόφωνο, το είχα κλείσει Το είπε η τηλεόραση, την είχα σπάσει Το είπαν οι αρμόδιοι, δεν ψήφισα Κι έμεινα εδώ. Θα βάλω τα καλά μου Θα ανέβω στο λόφο να δω το τελευταίο ηλιοβασίλεμα θα θυμηθώ ένα παραμύθι κάπου μακριά οι άνθρωποι θα νομίζουν πως είναι ακόμα ζωντανοί; θα ξημερώσει ο Πόνος και θα δεις το Φως της Σταυρωμένης Κυριακής θα ‘ναι το Σύννεφο άδειο δίχως λόγια σταματημένα τα ρολόγια θα ακούν τον χτύπο της βροχής Κλείνεις καλά τ’ αυτιά σου και στ’ αγέννητα παιδιά σου λες τα όνειρα που δεν πρόλαβες να δεις Ό,τι κι αν σε γλιτώνει, δε σε σώνει σε γατζώνει στην αγχόνη της κρυμμένης σου ζωής | How did time and years bring it, alone in a country that always sings a grey little monk, a dusty psalm decimated, hidden, locked, silent. You lock your house tightly you fill your glass you name your key 'Prison' whatever frees you, locks you in and whatever reveals you is something you did not choose. You are just one more among the many a room in a house made of smoke and you are a blind chimney and the tired hotel-keeper of your penniless self. You close your window and break your favor, that word you used to love so much. whatever doesn't kill you, makes you pay and what repays you is half of your nobleness I'll get out of this house someday, when everyone will be gone isolation everywhere, everything left open an alarm will keep ringing and there'll be no one around to turn it off. The end of the world has come they got in some flying cages and left, to save themselves whoever there was no room for, they killed him. And I'm left alone. But how come I never learnt of it? It was on the radio--I had turned it off. It was on TV--I had broken it. Τhe politicians said it--I didn't vote. And I stayed here. I'll put my good clothes on, I'll climb that hill and watch the last sunset. I'll recall a fairytale, somewhere far away the people, will they think they are still alive? Pain will dawn upon you and you'll see the Light of a Crossed Sunday, the cloud will be empty, speecless and broken the clocks will hear the pulse of the rain. You put your hands above your ears, and you recite to your unborn children the dreams you didn't get to see. Whatever rescues you, doesn't save you it hooks you on the gallows of your hidden life. | |
Doretia © 08.05.2013 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info