Immortalité

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά,
δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά.
Σ’ αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές,
κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τους χάρισες ποτές.

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά,
μα 'ρθαν καιροί που σε πιστέψαμε βαθιά.
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς,
Ομορφονιά που δε σε κέρδισε κανείς.

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά,
ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά.
Ήρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές,
κι απ’ του κήπου σου τη βρύση δεν τους δρόσισες ποτές.

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά,
μα 'ρθαν καιροί που σε πιστέψανε βαθιά.
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς,
Ομορφονιά που δε σε κέρδισε κανείς.


Que cherches-tu là, devant, sur mon balcon, Athanatia ?
Tu ne me prêtes aucune attention et, cependant, comme mon cœur t’est fidèle !
Les rois et les poètes du monde entier t’ont chérie
Mais toi, tu ne leur as jamais offert la moindre brindille de menthe.

Tu es sèche comme le poing de la mort
Il y eut pourtant des époques où nous avons tout espéré de toi,
Chaque génération a voulu faire de toi sa jeune femme
Aucune jamais n’a pu te conquérir.

Que cherches-tu là, devant, sur mon balcon, Athanatia ?
De quel étrange sacrifice la vie t’est-t-elle redevable ?
Quelques Crésus assoiffés sont venus vers toi, mais aussi d’humble pèlerins.
A la fontaine qui se trouve en ton jardin,
jamais tu ne les as laissés se désaltérer

Tu es sèche comme le poing de la mort
Il y eut pourtant des époques où nous avons tout espéré de toi,
Chaque génération a voulu faire de toi sa jeune femme,
Aucune jamais n’a pu te conquérir.

www.projethomere.com © 10.05.2013

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info