Für Alexander Papadiamandis

Προτού το τρίτο τάλαντο σημάνει εσπερινό
είχε τελειώσει το στερνό του το ποτήρι
ο κυρ Αλέξανδρος κρατούσε το ψαλτήρι
και χάραξε πορεία στον ουρανό.
Αχ, κυρ Αλέξανδρε, αυτή η ώρα έχει περάσει,
η νέα γλώσσα κι η εποχή μας απαρνήθηκαν,
γιατί η κτίση έχει γεράσει.
Τα λόγια του μικρές φωτιές, απόμειναν κρυφές
κάπου βαθιά στα σπλάχνα του η ομορφιά πονάει
κι εκείνος παίρνοντας πνοή απ’ το γλυκύ το ναι,
μετρά τις ταπεινές του τις γραφές.


Bevor der dritte Gesang bedeutete
dass er sein letztes abendliches Glas geleert hatte
ergriff Herr Alexander das Gesangbuch
und markierte den Marsch in den Himmel.
Oh, Herr Alexander, diese Stunde war vorbei,
die neue Sprache und unsere Epoche haben uns verleugnet,
weil die Schöpfung alt geworden war.
Seine Worte bleiben übrig wie verborgene kleine Feuer,
irgendwo tief in seinem Inneren tut die Schönheit weh
und jener, Atem holend aus der süßen Bejahung,
zählt seine bescheidenen Schriften.

lipsia © 12.05.2013

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info