The chess-board | ||
Τα χρόνια που σε καρτερούσα ήταν αγρύπνια και μαράζι και τίποτ’ άλλο δε ζητούσα μόνο ν’ αρχίσει να χαράζει. Γελούσε η κάμαρη σαν ήρθες, σου έφερα νερό από τη στέρνα, "όλα θ’ αλλάξουνε" μου είπες κι εγώ σου φίλαγα τη φτέρνα. Τώρα την κίνηση κοιτάζεις σαν τους φαντάρους στην Ομόνοια, ανοίγεις μια παλιά σκακιέρα και κουβεντιάζεις με τα πιόνια. Τα χρόνια που σε καρτερούσα ήταν αγρύπνια και μαράζι και δε με νοιάζει που αγρυπνούσα μα που ακόμα δε χαράζει. | The years that I waited for you Were of sleeplessness and grief And I asked you nothing else Only to start to be daytime. When you came, the bedroom was laughing I brought you some water from the basin, "Everything will change", you told me And I kept for you my heel. Now you look at the traffic Like the soldiers in Omonia*, You open an old chess-board And you chat with the pieces. The years that I waited for you Were of sleeplessness and grief And I don't care that I stayed awake But that it's not yet daytime. | |
CMS © 24.06.2006 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info