Ma le serate | ||
Και να που φτάσαμε εδώ Χωρίς αποσκευές Μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας, αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα Σκληρός, άκαρδος κόσμος, που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα για να πεθαίνουν κι αλλού και την απληστία για να μένουν νεκροί για πάντα Αλλά καθώς βραδιάζει ένα φλάουτο κάπου ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη Καθώς μένω στο δωμάτιο μου, μου `ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες Φοράω το σακάκι του πατέρα κι έτσι είμαστε δυο, κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω ήταν για να δώσω έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει παίρνει το μέρος των φτωχών Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη! Δος μου το χέρι σου.. Δος μου το χέρι σου.. | Ed ecco che siamo giunti qui Senza bagagli Ma con una luna tanto bella E anch'io ho sognato un mondo migliore Povera umanità, non sei riuscita ancora a scrivere neppure un capitolo Come la trave di un triste naufragio va alla deriva il nostro vecchio continente Ma le serate come sono belle quando la terra esala di profumi Di certo amò gli ideali dell'umanità, ma gli uccelli volarono più in là Mondo duro, senza cuore che mai aprì un ombrello sopra l'albero che si bagna Ma le serate come sono belle quando la terra esala di profumi Poi scoprirono la bussola per andare a morire anche altrove e la bulimia per rimanere per sempre morti Ma quando viene sera un flauto da qualche parte od una stella perora per l'umanità intera Ma le serate come sono belle quando la terra esala di profumi Mentre sto nella mia stanza mi arrivano a un tratto idee luminose Indosso la giacca di mio padre e così siamo in due, e se talora mi sentirono abbaiare era per dare un po' d'aria di campagna alla mia stanza Ma le serate come sono belle quando la terra esala di profumi Un giorno renderemo giustizia con una stella o con un gelsomino come una canzone che mentre piove prende la parte dei poveri Ma le serate come sono belle quando la terra esala di profumi Dammi la tua mano... dammi la tua mano. | |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 29.07.2014 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info