Nací | ||
Γεννήθηκα στο βλέφαρο του κεραυνού, σβήνω κυλώντας στα νερά. Ανέβηκα στην κορυφή της συννεφιάς σαλτάροντας με τις τριχιές του λιβανιού, πήρα το δρόμο της σποράς. Κοιμήθηκα στο προσκεφάλι του σπαθιού, είχα τον ύπνο του λαγού. Αγνάντευα την πυρκαγιά της θεμωνιάς αμίλητος την ώρα της συγκομιδής, πήρα ταγάρι ζητιανιάς. Αντάμωσα τον χάρο της ξερολιθιάς, το άλογο στ’ αλώνι να ψυχομαχεί, πήρα ταγάρι ζητιανιάς. | Nací bajo el párpado del rayo me apago rodando por el agua. Subí hasta la cumbre del nublado brincando con las cuerdas de incienso. Tmé el camino de la siembra. Me acosté a la cabecera de la espada Dormía como la liebre Oteba el incendio de los almiares silencioso durante la recolección. Tomé zurrón de la mendicidad Topé con la muerte del muro seco, con el caballo que agonizaba en la era. cogí zurrón de mendicidad. | |
Avellinou © 29.07.2014 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info