The Irishman and the Jew | ||
Χρόνια και χρόνια μες στην άμμο εκεί που ανθίζει η φοινικιά δυο φίλοι πήγαιναν σε γάμο δώρα κρατώντας και προικιά ο ένας ήταν Ιρλανδός ο άλλος ήταν Ιουδαίος Δίψα τους έκαιγε τα χείλη μα πριν φωνάξουν τη βροχή είδαν στην έρημο μια πύλη που `γραφε τέλος και αρχή μπροστά πηγαίνει ο Ιρλανδός πίσω πηγαίνει ο Ιουδαίος Πέρασαν τα μεγάλα τείχη και κάπου εκεί στην αγορά κάποιον ρωτήσανε στην τύχη πού είναι ο γάμος κι η χαρά τον ρώτησε ο Ιρλανδός τον ρώτησε κι ο Ιουδαίος Κι αυτός απλώνοντας τα χέρια τους έδειξε στο χώμα εμπρός δυο πεθαμένα περιστέρια που ήταν η νύφη κι ο γαμπρός Δάκρυσε τότε ο Ιρλανδός δάκρυσε και ο Ιουδαίος | Years ago, in a place with sands Where the palm trees grow Two friends were going to a wedding Holding presents and dowry One was an Irishman, the other was a Jew Thirst burned their lips But before they could wish for rain They saw a gate in the desert Upon which was writ "end" and "beginning" The Irishman was in front, the Jew behind They crossed the big gates And somewhere there in the market They asked someone by chance Where be the wedding and the merrymaking? The Irishman asked him, and the Jew asked him. And he, spreading his arms, Pointed in front of them on the dirt Two dead doves, Who were the bride and groom. Then the Irishman shed a tear, and the Jew shed a tear. | |
Willensmacht, Sebastian © 31.07.2014 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info