Prendimiento de Antoñito el Camborio (I)

Κάτου στης ακροποταμιάς το μονοπάτι περπατάει
κρατώντας βέργα λυγαριάς και στη Σεβίλλια πάει.

Τα κατσαρά του γυαλιστά πέφτουν στα μάτια του μπροστά
στην όψη του είναι μελαμψός από του φεγγαριού το φως.

Κάποτε λίγο σταματά, κόβει λεμόνια στρογγυλά
τα ρίχνει το νερό να στρώσει και να το χρυσαφώσει.

Εκεί στης ακροποταμιάς το μονοπάτι να, τον φτάνουν
κάτω απ’ τα κλώνια μιας φτελιάς χωροφυλάκοι και τον πιάνουν.

Αποβραδίς η ώρα οχτώ τον σέρνουν σε κελί μικρό
απέξω κάθονται φυλάνε πίνουν ρακί και βλαστημάνε.


Antonio Torres Heredia, / hijo y nieto de Camborios,
con una vara de mimbre / va a Sevilla a ver los toros.

Moreno de verde luna / anda despacio y garboso.
Sus empavonados bucles / le brillan entre los ojos.

A la mitad del camino / cortó limones redondos,
y los fue tirando al agua / hasta que la puso de oro.

Y a la mitad del camino, / bajo las ramas de un olmo,
guardia civil caminera / lo llevó codo con codo. (...)

A las nueve de la noche / lo llevan al calabozo,
mientras los guardias civiles / beben limonada todos.

Avellinou © 06.08.2014

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info