Solitudine

Η μοναξιά...
δεν έχει το θλιμμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλιών «καλών» καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοϊδίσιο βλέμμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι – Αγ. Βαρβάρα – Κοκκινιά
Τούμπα – Σταυρούπολη – Καλαμαριά
Κάτω απ’ όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ’ αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοκτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γης – εδώ κοντά είν’ η Κοτζιά –
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατέλειωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ–ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γαντζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω απ’ τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει


La solitudine...
non ha gli occhi colorati d'afflizione
di un'amante rannuvolata.
Non gironzola indolente, indeterminata
ancheggiando nelle sale da concerto
e nei musei gelati.
Non è fatta di gialle cornici dei "buoni" tempi andati
e di naftalina nei bauli della nonna
di nastri viola e cappelli di paglia a larga tesa.
Non allarga le sue gambe con risolini soffocati
sguardo bovino sospiri trattenuti
e biancheria intima assortita.
La solitudine.
Ha il colore dei Pakistani la solitudine
e si misura a piatti
insieme ai loro cocci
sul fondo di un cavedio.
Sta paziente in piedi nella coda
Bournazi - Aghìa Varvàra - Kokkinià -
Tumba - Stavropoli - Kalamarià
Con ogni tempo
le suda il capo.
Eiacula cacciando urli cala la saracinesca incatenata
fa un'occupazione nei mezzi di produzione
accende polveri nella proprietà privata
di domenica è una visita parenti ai carcerati
nell'androne hanno lo stesso passo i giudicanti e i rivoluzionari
la si vende e la si compra soldo a soldo respiro a respiro
nei mercati degli schiavi della terra - qui vicino c'è piazza Klotziàs -
svegliati di buon'ora.
Svegliati per vedere.
E' una puttana nelle case di malaffare
è il "turno tedesco" per il fante in sentinella
e gli ultimi interminabili chilometri della STRADA NAZIONALE - CENTRO
per le carni appese a un gancio dalla Bulgaria.
E quando il suo sangue è strozzato e non ha altro in mano
perché stanno svendendo la sua gente
balla scalza uno zeimbekiko sopra il tavolo
reggendo nelle sue mani tumefatte
una scure bene affilata.
La solitudine
la nostra solitudine dico. Della nostra sto parlando
è una scure nelle nostre mani
che rotea sopra le vostre teste
rotea rotea rotea.

Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 06.08.2014

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info