Süleyman der Prächtige

Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής,
Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος.

Πάψε πια να φωνάζεις
λαθρέμπορος, λωποδύτης, νταβατζής.

Φωνητικές χορδές,
ο Αντρέας, ο Ηλίας, η Ανθή
λαρύγγι ζωου, λαρύγγι ανθρώπου.

Αγια Σοφιὰ στίφη βαρβαρικά
το υγρόν πυρ,
ο Γέρος του Μοριά σκουλήκι.

Σε κάθε βήμα μου σκοντάφτω,
ζερβά θηρία του Βόρνεο,
δεξιά φλόγες στο Ναγκασάκι,
μπροστά φουγάρα στο Μπούχενβαλντ
και πίσω το κελί του Μακρυγιάννη.

Πάνω, κάτω, ανατολικά, δυτικά
μαχαίρια, μαστίγια, ακόντια, ορδές.

Ορδές αγίων, ορδές δαιμόνων
Ορδές αγίων, ορδές στρατηγών.
Είμαι ραδίκι σπαρμένο στον κρατήρα.

Αντίο Ήλιε
αντίο φως
καληνύχτα.


Süleyman der Prächtige (1),
Konstantin der Paläologe. (2)

Hör doch auf,
Schmuggler, Dieb und Kirchenschänder zu rufen.

Stimmbänder habt ihr,
Andreas, Ilias, Anthí
Tierkehle, Menschenkehle.

Heilige Sophia, eine barbarische Horde,
griechisches Feuer, (3)
der Alte von Mοrea (4), ein Wurm.

Bei jedem Schritt stolpere ich,
links die Ungeheuer von Borneo,
rechts die Flammen von Nagasaki,
vorne die Öfen von Buchenwald
und hinten die Zelle von Makrojannis.

Oben, unten, östlich, westlich
Messer, Peitschen, Speere, Horden.

Horden von Heiligen, Horden von Teufeln
Horden von Heiligen, Horden von Generälen.
Ich bin eine Endivie, ausgesät in einem Krater.

Adieu, Sonne
adieu, Licht
Gutnacht.

lipsia © 07.08.2014

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info