La monja gitana

Βουνά και σύ’γνεφα μακριά σ’ όλα τριγύρω σιγαλιά
τα λιόφυτα γαληνεμένα και τα σπιτάκια ασβεστωμένα.

Σ’ ένα αχερόχρωμο πανί κεντά η καλόγρια η μικρή
άχου, τι όμορφα κεντάει το χεράκι της πως πάει.

Βάνει πουλιά, βάνει δεντριά, και τ’ άστρα τα χρυσά
βάνει στις τέσσερις τις κόχες τέσσερις αγριομολόχες.

Σ’ ένα αχερόχρωμο πανί κεντάει η καλόγρια η μικρή
μα κάθε τόσο αναστενάζει και κάτι με το νου της βάζει.

Λίγο το χέρι σταματά μες στον αέρα και κοιτά
στα μάτια της π’ ανοιγοκλείνουν δυο καβαλάρηδες περνούν.

Κι ύστερα πάλι στο πανί ξεσπάει η καλόγρια η μικρή
τι ποτάμια, τι χορτάρια, τι λιοτρόπια, τι φεγγάρια
πλάσματα της αρεσιάς της τής ονειροφαντασιάς της.


Silencio de cal y mirto.
Malvas en las hierbas finas.

La monja borda alhelíes
¡Qué bien borda! ¡Con qué gracia!

ella quisiera bordar flores de su fantasía. ¡Qué girasol! ¡Qué magnolia
de lentejuelas y cintas! ¡Qué azafranes y qué lunas,

La monja borda alhelíes sobre una tela pajiza.
Un rumor último y sordo le despega la camisa,

y al mirar nubes y montes en las yertas lejanías
Por los ojos de la monja galopan dos caballistas.

¡Qué ríos puestos de pie
vislumbra su fantasía!
Pero sigue con sus flores,

Avellinou © 16.08.2014

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info