Traum

Τράβηξα δειλά δειλά
της Κερκόπορτας το σύρτη
και πήραν φωτιά τα μάτια μου
μάγκα μου απ’ όσα είδαν.

Πολιτεία απέραντη
από γυαλί και κεχριμπάρι,
τα χρώματα της ίριδας
της έπλεκαν στεφάνι.

Στα στενά της σέρνονταν
άγιοι σκοτεινοί κι αγύρτες
και στο λιμάνι αθίγγανοι
μοιρίζανε παλάμες.

Ο Ανέστος τρυφερά
γέμιζε καρφιά τα χέρια
κι ο Μεβλανά Τζελαλεδίν
γυρνούσε και γυρνούσε.

Κι έτσι όπως χάζευα
δερβισάδες, μπεκτασίδες,
άλαλοι με κυκλώσανε
μα ακόμα τους ακούω.

Σεμ ολντού ασίκ λαρί
άνθρωπέ μου τι ξεφτύλα,
να σου χαλάνε το όνειρο
κι εσύ να τους αφήνεις.

Πίσω ξαναγύρισα
χίλια εννιακόσια ενενήντα,
με τα δίδυμα αγκαλιά
κοιμάται η κυρά μου.


Ich zog ganz verstohlen
den Riegel der Hintertür
und meine Augen fingen Feuer
du Schlaumeier, von dem, was sie sahen.

Grenzenlose Stadt
aus Glas und Bernstein,
die Farben des Regenbogens
flochten ihr den Kranz.

Durch ihre Gassen zogen
dunkle Heilige und Scharlatane
und im Hafen lasen
Zigeuner in den Handflächen.

Anéstos füllte zärtlich
die Hände mit Nägeln
und Mevlana Tselaheddin
drehte sich und drehte sich.

Und wie ich so herumbummelte,
kreisten Derwische und Bektasiden
stumm um mich herum,
aber noch höre ich sie.

Cem oldu aşıkları
mein Mensch, welche Peinlichkeit,
um dir den Traum verderben
aber du sollst sie lassen.

Ich drehe mich wieder zurück,
neunzehnhundertneunzig,
die Zwillinge umarmend
schläft meine Frau.

lipsia © 16.08.2014

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info