Muerte de Antoñito el Camborio

Ξάφνου στον ποταμό από πέρα φωνές ξεσκίσαν τον αγέρα.
Έμπηγε κάπρου δαγκωνιές μες στα ψηλά ποδήματα
χίμαγε κι έκανε βουτιές σαν δελφινιού πηδήματα.

Η τραχηλιά του η κρεμεζιά μούσκεψε μες στα αίματα
μα οι κάμες ήταν ήταν έξι και δεν εμπόραε πια ν’ αντέξει.

Αχ, Αντονίτο Ελ Καμπορίο, φεγγαρομελαμψέ μου
κι ασπρογαρούφαλέ μου.

Αχ, Αντονίτο Ελ Καμπορίο, π’ άξιζες μια βασίλισσα
μνημόνεψε την Παναγιά τι τώρα θα σε φάει το κρύο
τι τώρα θα πεθάνεις πια.

Στην άκρη εκεί του ποταμού τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του
τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του στην άκρη εκεί του ποταμού
κι ανάγειρε την κεφαλή με τα σφιγμένα χείλη
και τότε πια καμιά φωνή μόνο εφωτίστη ο ουρανός
κι άγγελος βεργολυγερός ήρθε και τ’ άναψε καντήλι.


Voces de muerte sonaron / cerca del Guadalquivir. (...)
Les clavó sobre las botas / mordiscos de jabalí.
En la lucha daba saltos / jabonados de delfín.

Bañó con sangre enemiga / su corbata carmesí,
pero eran cuatro puñales / y tuvo que sucumbir.

Antonio Torres Heredia, / Camborio de dura crin,
moreno de verde luna, / voz de clavel varonil

¡Ay Antoñito el Camborio / digno de una Emperatriz!
Acuérdate de la Virgen
porque te vas a morir

Tres golpes de sangre tuvo / y se murió de perfil.
(...)
Un ángel marchoso pone / su cabeza en un cojín.
Otros de rubor cansado, / encendieron un candil.
(...)
voces de muerte cesaron / cerca del Guadalquivir.

Avellinou © 20.08.2014

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info