Teiresias

Ξυπνάς και του καθρέφτη τη λίμνη αναταράζεις
ζαρκάδια ξαφνιασμένα θα πεταχτούν
θα φύγουν για τα δάση κι από το είδωλό σου
θα λείπουνε τα μάτια και η φωτιά

Θα ψάξεις τους δικούς σου τυφλός και τρομαγμένος
Ήρθε ο καιρός να μάθεις ποιοι σ’ αγαπούν
μα η πόλη είν’ άδεια κι ο μάντης Τειρεσίας
θ’ αφήσει τον χρησμό του στην ξένη γη, σε ξένη γη

Τυφλός είναι κι εκείνος που κάνει ότι δεν ξέρει
πως πίνει απ’ το πηγάδι το σκοτεινό
που ότι τον κατατρώει ανάγκη το `χει κάνει
ή στην αυλή το κρύβει να ξεχαστεί

Την ώρα αυτή στον κάμπο, ομίχλη κατεβαίνει
τα σκιάχτρα, τα κουρέλια θα φοβηθεί
τρέξε να ψηλαφήσεις την πλάση, ακριβέ μου
το μπράτσο της απλώνει να κρατηθείς, να κρατηθείς


Wach auf und bring den Spiegel des Sees in Bewegung
überraschte Rehe werden davonjagen
sie werden in den Wald fliehen, weg von deinem Bild,
dem Augen und Feuer fehlen

Traumatisiert und blind, wirst du Vertraute suchen
Es ist Zeit zu wissen, wer dich liebt,
aber die Stadt ist leer und der Seher Teiresias
wird auf fremder Erde das Orakeln lassen, auf fremder Erde

Auch er ist blind und tut so, dass man nicht merkt,
dass er aus dunkler Quelle trinkt,
wer hat es gemacht, dass ihn die Entbehrung quält,
oder es auf dem Hof versteckt, damit es vergessen wird

Zu dieser Stunde fällt Nebel auf das Feld
die Vogelscheuchen, die Lumpen werden Angst einjagen
lauf, mein Lieber, die Schöpfung abzutasten
damit du sie hältst, streckt sie ihre Schulter aus, damit du sie hältst

lipsia © 22.08.2014

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info