Romance de la pena negra | ||
Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί σκάβουν ζητώντας την αυτή την ώρα που στα σκοτεινά βγαίνει η Παντέρμη και γυρνά. Μαύρη μαυρίλα ειν’ η ψυχή της κι ωχρό μπακίρι το πετσί της τα στήθια της ωσάν τ’ αμόνια που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια. Παντέρμη, τι ζητάς εδώ μόνη σου δίχως σύντροφο; Κι αν είναι κάτι που ζητώ πε μου, σε γνοιάζει εσένανε; Ζητάω εκείνο που ζητώ ζητάω την ίδια εμένανε. Παντέρμη, πες ποιος ο καημός σου ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου; Ποιος ο καημός μου; Μαύρη πίσσα εγίνη η λινή μου η πουκαμίσα και μες στο σπίτι σαν τρελή σούρνω το ξέπλεκο μαλλί. Παντέρμη, λούσε το κορμί σου λουσ’ το χελιδονόνερο κι άσε κυρά μου την ψυχή σου ασ’ τη να βρει αναπαμό. Άχου, τσιγγάνικες ψυχές κι ολόκρυφες νεροσυρμές πίκρες μαζί και θάματα στα μακρινά χαράματα. | Las piquetas de los gallos cavan buscando la aurora, cuando por el monte oscuro baja Soledad Montoya. Cobre amarillo, su carne huele a caballo y a sombra. Yunques ahumados sus pechos, gimen canciones redondas. -Soledad, ¿Por quien preguntas sin compañía y a estas horas? -Pregunte por quien pregunte, dime: ¿a ti qué se te importa? Vengo a buscar lo que busco, mi alegría y mi persona 1 -¡Soledad, qué pena tienes! ¡Qué pena tan lastimosa! 2 -¡Qué pena tan grande! Corro mi casa como una loca, 3 ¡Qué pena! Me estoy poniendo de / azabache carne y ropa. / ¡Ay, mis camisas de hilo 4 -Soledad, lava tu cuerpo con agua de alondras, y deja tu corazón en paz, Soledad Montoya. Por abajo canta el río: / volante de cielo y hojas. / Con flores de calabaza / la nueva luz se corona. / ¡Oh! pena de los gitanos! Pena limpia y siempre sola. | |
Avellinou © 22.08.2014 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info