El Emplazado

Εικοσιτρείς του Θεριστή
στου Πικραμένου την αυλή
πάνε και λεν, πάνε και λένε:
«Αν το μπορείς δυστυχισμένε,
στο περιβόλι σου έβγα απόψε
και τα λουλούδια σου όλα κόψε.

Γράψε στη θύρα σου σταυρό
βάλε από κάτω τ’ όνομά σου
τι θα φουντώσουν στα πλευρά σου
ταχιά τσουκνίδες κι αγριάδες.

Πάρε κεριά, πάρε λαμπάδες
μάθε τα χέρια να σταυρώνεις
κι απάνω από την ερημιά
γέψου της νύχτας τη δροσιά
τι πριν περάσουν μήνες δυο
θα κείτεσαι στο σάβανο».

Στους ουρανούς ταχιά προβαίνει
ο ταξιάρχης και πηγαίνει
πού `χει το σύννεφο σπαθί
στράφτει και πάει και δε μιλεί.

Εικοσιτρείς του Θεριστή
μέσα στην έρμη την αυλή
τα μάτια ανοίγει ο Πικραμένος
της μοίρας ο σημαδεμένος
κι εικοσιτρείς τ’ Αυγούστου
γέρνει και τα πικροσφαλεί.


El veinticinco de junio
le dijeron
a el Amargo:
-Ya puedes cortar,
si gustas,
las adelfas de tu patio.

Pinta una cruz en la puerta
y pon tu nombre debajo,
porque cicutas y ortigas
nacerán en tu costado

Pide luces y campanas.
Aprende a cruzar las manos
y gusta los aires fríos
de metales y peñascos.
Porque dentro de dos meses
yacerás amortajado.

Espadón de nebulosa
mueve en el aire Santiago.
Grave silencio, de espalda,
manaba el cielo combado.

El veinticinco de junio
abrió
sus ojos
Amargo,
y el veinticinco de agosto
se tendió para cerrarlos.

Avellinou © 22.08.2014

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info