Muerto de amor

Τι είναι κείνο που φωτά, Μάνα, στα δώματα ψηλά;
Κοιμήσου γιε μου κι ειν’ αργά σήμανε η ώρα έντεκα.
Μάνα, στα μάτια μου για δες, λάμπουνε τέσσερις φωτιές.
Δεν είναι τίποτα, έλα πια, ειν’ τα μπακίρια αστραφτερά.

Μέσα στη νύχτα και στη ζέστη φέγγαν οι τοίχοι απ’ τον ασβέστη.
Τη φυσαρμόνικα γλυκά παίζανε Σεραφείμ γλυκά.
Μέσα στη νύχτα και στη ζέστη φέγγαν οι τοίχοι απ’ τον ασβέστη.

Μάνα μου, ευθύς που ξεψυχήσω μηνύσετέ το στους ανθρώπους
σ’ όλη τη γη, σ’ όλους τους τόπους
κατά Βοριά κατά Νοτιά μαντάτα στείλετε πικρά.

Μέσα στη νύχτα και στη ζέστη φέγγαν οι τοίχοι απ’ τον ασβέστη.
Κι οι πόρτες τ’ ουρανού χτυπούσαν κι όλα τα δάση αχολογούσαν
ψηλά δεν έβλεπες κανέναν κι οι φλόγες φούντωναν ολοένα.


-¿Qué es aquello que reluce / por los altos corredores?
-Cierra la puerta, hijo mío; / acaban de dar las once.
-En mis ojos, sin querer, / relumbran cuatro faroles.
-Será que la gente aquella / estará fregando el cobre.

Fachadas de cal ponían
cuadrada y blanca la noche.
Serafines y gitanos / tocaban acordeones.

-Madre, cuando yo me muera,
que se enteren los señores.
Pon telegramas azules / que vayan del Sur al Norte.

Fachadas de cal ponían
cuadrada y blanca la noche.
Serafines y gitanos tocaban acordeones.

Avellinou © 23.08.2014

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info