Cuerpo presente

Η πέτρα είναι ένα μέτωπο μ’ όνειρα που στενάζουν
Μα δεν κρατάει κυρτό νερό και κρύα κυπαρίσσια
Η πέτρα πλάτη είναι γυμνή τον χρόνο να σηκώσει
Με δένδρα δακρυοπότιστα, κορδέλες και πλανήτες

Είδα βροχές σταχτιές βροχές στα κύματα να τρέχουν
Τα τρυπημένα υψώνοντας και τρυφερά τους χέρια
Να μην πιαστούν στο αγκάλιασμα της πλαγιασμένης πέτρας
Που καταλεί τη σάρκα τους και δε ρουφάει το αίμα

Γιατί η πέτρα είναι ανοιχτή σε σπόρους και σε νέφη
Σε σκελετούς κορυδαλλών και σ’αμφιλύκης λύκους
Μα ήχο κανένα δε γεννάει και κρύσταλλα και φλόγες
Παρά μονάχα ατέλειωτες αρένες δίχως τοίχους

Πάνω στην πέτρα ο Ιγνάθιο ο καλογεννημένος
Τέλειωσε πια. Τι μένει εδώ; Την όψη του κοιτάχτε:
Ο θάνατος τη σκέπασε με κερωμένα θειάφια
Και σκοτεινού μινώταυρου του φόρεσε κεφάλι

Τέλειωσε πια. Τώρα η βροχή στ’άδειο του στόμα μπαίνει
Τώρα ο αγέρας σαν τρελός φεύγει απ’ τα κούφια στήθη
Και ποτισμένος ο έρωτας με του χιονιού τα δάκρυα
Πάει ζεστασιά να ξαναβρεί ψηλά στα βοσκοτόπια

Ποιος μίλησε; Βαριά σιωπή σαν μπόχα βασιλεύει
Μπροστά μας είναι ένα κορμί στη σκοτεινιά δοσμένο
Μια κατακάθαρη μορφή που κάποτε είχε αηδόνια
Και τώρα τρύπες άπατες γεμάτη απ’ άκρη σ’άκρη

Ποιος θρόισε το σάβανο; Όχι, δε λέει αλήθεια
Κανείς εδώ δεν τραγουδάει κανείς εδώ δεν κλαίει
Κανείς σπιρούνια δε χτυπά και την οχιά δε σκιάζει:
Μόνο τα μάτια ολάνοιχτα θέλω εδώ πέρα να’χω
Να βλέπω τούτο το κορμί που αναπαμό δε θα’βρει

Τους άνδρες θέλω εδώ να ιδώ με τη φωνή την άγρια
Που τιθασεύουν άλογα, ποτάμια κυβερνάνε
Που σύγκορμα τραντάζονται καθώς τραγούδια λένε
Με ήλιο και πετροχάλικα στο φλογερό τους στόμα

Εδώ να’ρθούνε να τους δω. Μπροστά σ’αυτή την πέτρα
Μπροστά σε τούτο το κορμί με τα σπασμένα γκέμια
Εδώ να’ρθούνε να μου ειπούν ποιος δρόμος τώρα μένει
Για τούτον τον παλικαρά που ο θάνατος ορίζει

Θέλω έναν θρήνο να μου ειπούν να μοιάζει σαν ποτάμι
Με καταχνιές ανάλαφρες και δασωμένες όχτες
Μακριά να πάρει το κορμί του Ιγνάθιο, ώσπου να σβήσει
Χωρίς ν’ακούει το ανάσασμα το καυτερό του ταύρου

Να σβήσει εκεί στου φεγγαριού την ασημένια αρένα
Που όντας παιδί καμώνεται βουβάλι πονεμένο
Να σβήσει μέσα στη νυχτιά χωρίς ψαριών τραγούδι
Στ’άσπρα τα θάμνα του καπνού που η παγωνιά πετρώνει

Δε θέλω να του βάλουνε στην όψη του μαντίλια
Για να του γίνει ο θάνατος πικρός σταυραδερφός του
Πήγαινε Ιγνάθιο. Μην ακούς την πυρωμένη ανάσα
Κοιμήσου, πέτα, ησύχασε. Και η θάλασσα πεθαίνει


La piedra es una frente donde los sueños gimen
sin tener agua curva ni cipreses helados.
La piedra es una espalda para llevar al tiempo
con árboles de lágrimas y cintas y planetas.

Yo he visto lluvias grises correr hacia las olas
levantando sus tiernos brazos acribillados,
para no ser cazadas por la piedra tendida
que desata sus miembros sin empapar la sangre.

Porque la piedra coge simientes y nublados,
esqueletos de alondras y lobos de penumbra;
pero no da sonidos, ni cristales, ni fuego,
sino plazas y plazas y otras plazas sin muros.

Ya esta sobre la piedra Ignacio el bien nacido.
Ya se acabó; ¿qué pasa? Contemplad su figura:
la muerte le ha cubierto de pálidos azufres
y le ha puesto cabeza de oscuro minotauro.

Ya se acabó. La lluvia penetra por su boca.
El aire como loco deja su pecho hundido,
y el Amor, empapado con lágrimas de nieve,
se calienta en la cumbre de las ganaderías.

¿Qué dicen? Un silencio con hedores reposa.
Estamos con un cuerpo presente que se esfuma,
con una forma clara que tuvo ruiseñores
y la vemos llenarse de agujeros sin fondo.

¿Quién arruga el sudario? ¡No es verdad lo que dice!
Aquí no canta nadie, ni flora en el rincón,
ni pica las espuelas, ni espanta la serpiente:
aquí no quiero mas que los ojos redondos
para ver ese cuerpo sin posible descanso.

Yo quiero ver aquí los hombres de voz dura.
Los que doman caballos y dominan los ríos:
los hombres que les suena el esqueleto y cantan
con una boca llena de sol y pedernales.

Aquí quiero yo verlos. Delante de la piedra.
Delante de este cuerpo con las riendas quebradas.
Yo quiero que me enseñen dónde está la salida
para este capitán atado por la muerte.

Yo quiero que me enseñen un llanto como un río
que tenga dulces nieblas y profundas orillas,
para llevar el cuerpo de Ignacio y que se pierda
sin escuchar el doble resuello de los toros.

Que se pierda en la plaza redonda de la luna
que finge cuando niña doliente res inmóvil;
que se pierda en la noche sin canto de los peces
y en la maleza blanca del humo congelado.

No quiero que le tapen la cara con pañuelos
para que se acostumbre con la muerte que lleva.
Vete, Ignacio: No sientas el caliente bramido.
Duerme, vuela, reposa: ¡También se muere el mar!

Avellinou © 23.08.2014

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info