Aristotélous-Strasse | ||
Σάββατο κι απόβραδο και ασετυλίνη στην Αριστοτέλους που γερνάς έβγαζα απ’ τις τσέπες μου φλούδες μανταρίνι σου `ριχνα στα μάτια να πονάς Παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμους κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ και φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους τ’ Άη Γιάννη θα `τανε θαρρώ Βγάζανε τα δίκοχα οι παλιοί φαντάροι γέμιζ’ η πλατεία από παιδιά κι ήταν ένα πράσινο, πράσινο φεγγάρι να σου μαχαιρώνει την καρδιά Παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμους κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ και φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους τ’ Άη Γιάννη θα `τανε θαρρώ | Samstags, spätnachmittags und Azetylen in der 'Aristotélous', wo du alt wirst ich kramte Mandarinenschalen aus meinen Taschen warf sie dir zu, in den Augen solltest du schmachten So klein waren sie, spielten Räuber und Gendarm und ihre Anführerin war Argiró sie zündelten in den Straßen weiter oben bei 'Ag. Giannis' war es wohl, glaube ich Die alten Soldaten lüfteten ihre Käppis der Platz war voll von Kindern und es gab einen grünen, grünen Mond der einen ins Herz stechen konnte So klein waren sie, spielten Räuber und Gendarm und ihre Anführerin war Argiró sie zündelten in den Straßen weiter oben bei 'Ag. Giannis' war es wohl, glaube ich | |
Xantomenos, Herbert Hoeffer © 18.04.2016 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info