The ballad of Antrikos | ||
Είχε την τέντα ξομπλιαστή η βάρκα του καμπούρη Αντρέα. Γυρμένος πλάι στην κουπαστή ονείρατα έβλεπεν ωραία. Η Κατερίνα, η Ζωή, τ’ Αντιγονάκι, η Ζηνοβία. Ω, τι χαρούμενη ζωή! Χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία. Τα μεσημέρια τα ζεστά τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα για να τις πάει στ’ ανοιχτά όλες μαζί, τρελή παρέα. Ήρθ’ ο χειμώνας ο κακός και σκόρπισε η τρελή παρέα Και σένα βήχας μυστικός σ’ έριξε χάμω, μπάρμπα Αντρέα. | Decorated was the shade of the boat of the hunchback Andreas, Turned sideways on the railing he dreamt of nice things. Katerina, Zoi, little Antigone, and Zinovia, Oh, what a happy life! You beat, poor heart, in haste. During the midday heat they used Andreas's boat to take them into the open waters all together, crazy group of friends. The bad winter came and the group scattered and you, a secret cough knocked you down, old man Andreas. | |
onos78, Κοντζάμ Γαϊδούρα © 19.04.2016 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info