Agamemnon | ||
Γρήγορα που σκοτεινιάζει, φθινοπώριασε, Δεν αντέχω τους ανθρώπους άλλο, χώρια εσέ. Που μιλάς και η νύχτα κλαίει σαν το σκύλο σου Προδομένος απομένει ποιος; ο φίλος σου. Αγαμέμνων Αγαμέμνων άμοιρε που σου που σου `μελλε να το βρεις απ’ τη γυναίκα σου. Και το ένα σου Αγαμέμνων και το δέκα σου θα μετράει στα δάχτυλά της η γυναίκα σου. Άσ’ τον άνεμο να λέει άσ’ τον να φυσά κάποιος θα `ναι ο Αγαμέμνων κάποια η φόνισσα. Κάποτε κι εσύ θα φτάσεις ποιος ο νικητής; αλλά βασιλιάς μιας χώρας ακατοίκητης Αγαμέμνων Αγαμέμνων άμοιρε που σου που σου `μελλε να το βρεις απ’ τη γυναίκα σου. Και το ένα σου Αγαμέμνων και το δέκα σου θα μετράει στα δάχτυλά της η γυναίκα σου. | ![]() | Si vite vient la pénombre. L’automne est là je ne supporte plus les hommes. Privé de toi qui parles – et comme ton chien pleure la nuit trahi, qui te reste-t-il, qui ? Ton ami Agamemnon, Agamemnon, infortuné qui de ta femme devais être récompensé Laisse le vent parler, laisse-le enrager quelqu’un sera Agamemnon, quelqu’un la tueuse. Un jour à ton tour tu sortiras – quoi ? Vainqueur mais d’une contrée inoccupée empereur Et, Agamemnon, ton un et ton dix à toi ta femme les comptera sur ses doigts. |
oulipia © 02.05.2016 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info