Zaterdagavond

Μοσχοβολούν οι γειτονιές
βασιλικό κι ασβέστη,
παίζουν τον έρωτα κρυφά
στις μάντρες τα παιδιά.

Σαββάτο βράδυ μου έμορφο
ίδιο Χριστός Ανέστη,
ένα τραγούδι του Τσιτσάνη
κλαίει κάπου μακριά.

Πάει κι απόψε τ’ όμορφο
τ’ όμορφο τ’ απόβραδο,
από Δευτέρα πάλι
πίκρα και σκοτάδι.
Αχ, να ’ταν η ζωή μας
Σαββατόβραδο
κι ο Χά-, κι ο Χάρος να ’ρχονταν
μια Κυριακή το βράδυ.

Οι άντρες σχολάν’ απ’ τη δουλειά
και το βαρύ καημό τους
να θάψουν κατεβαίνουνε
στο υπόγειο καπηλειό.

Και το φεγγάρι ντύνει, λες,
με τ’ άσπρο νυφικό του
τις κοπελιές που πλένονται
στο φτωχοπλυσταριό.

Πάει κι απόψε τ’ όμορφο
τ’ όμορφο τ’ απόβραδο,
...


De wijken geuren
naar basilicum en limoen;
kinderen spelen stiekem
liefdesspelletjes in de achtertuin.

Mijn mooie zaterdagavond,
zoals toen Christus verrees,
een lied van Tsitsanis
klinkt wenend ergens ver weg.

Vanavond die mooie,
die mooie schemeravond,
van maandag af wordt het alweer
bitterheid en duisternis.
Ach, was ons leven maar
een zaterdagavond
en kwam Pietje de Dood maar
op een zondagavond.

De mannen zijn gestopt met het werk
en om hun sombere stemming
te begraven gaan ze
de keldertaverne binnen.

En de maan kleedt, zeg maar,
met haar witte trouwjurk
de meisjes die zich wassen
in het washuis voor de armen.

Vanavond die mooie,
die mooie schemeravond,
...

renehaentjens © 02.05.2016

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info