¿Has oído, Aretusa mía? (Erotócrito, tercer trozo) | ||
Ήκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα, π’ ο κύρης σου μ’ εξόρισε σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα; Τέσσερεις μέρες μοναχά μού δωκε ν’ ανιμένω Κι απόκει να ξενητευτώ πολλά μακρά να πηαίνω και πώς να σ’ αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω, και πώς να ζήσω δίχως σου στο ξορισμόν εκείνο; Κατέχω το κι ο κύρης σου γλήγορα σε παντεύει Ρηγόπουλο, Αφεντόπουλο, σαν είσαι συ γυρεύει και δεν μπορείς ν’ αντθισταθής στα θέλουν οί γονείς σου νικούν τηνε τη γνώμη σου κι αλλάσει η όρεξή σου Μια χάρη Αφέντρα σου ζητώ κι εκείνη θέλω μόνο καί μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω την ώρα π’ αρραβωνιστής να βαραναστενάξης κι’ όντε σα νύφη στολιστήςσαν παντρεμένη αλλάξης ν’ αναδακρυώσης καί να πής, Ρωτόκριτε καημένε τα σού τασσα λησμόνησα, τα θέλες μπλιό δέ έναι και κάθε μήνα μια φορά μέσα στην κάμερά σου λόγιαζε τα παθα γιά σε να με πονή η καρδιά σου καί πιάνε καί τη ζωγραφιά, πού βρες στ’ αρμάρι μέσα και τα τραγούδια πού λργα κι όπου πολλά σ’ αρέσα και διάβαζέ τα θώρειε τα κι αναθυμού κι εμένα πως μέ ξορίσανε μακρά στα ξένα κι’ όντε σού πούν κι απόθανα λυπήσουμε καί κλάψε και τα τραγούδια πού βγαλα μες’ στη φωτιά τα κάψε Όπου κι αν πάω κι ά βρεθώ κι ότι καιρό κι ά ζήσω τάσσω σου άλλη να μη δώ μηδέ ν’ ανατρανίσω Κι ας τάξω ο κακορρίζικος πως δε σ’ είδα ποτέ μου Ένα κερίν αφτούμενο ακράτουν κ’ ήσβησέ μου Κάλλια `χω σε με θάνατο παρ’ άλλη με ζωή μου Γιά σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου | ¿Has oído, aretusa mía, las tristes nuevas, que tu padre me destierra a exilio extranjero? Tan sólo cuatro días me permite quedarme y una vez pasados habré de exiliarme y marchar tan lejos. ¿Y cómo separarme de tí; cómo alejarme de tí; cómo vivir sin ti en tal destierro? Entiendo que tu padre enseguida te casará, buscándote un príncipe, un hidalgo, como tú; y no pudes oponerte a los planes de tus padres: ellos doblegan tu opinión y entonces se trueca tu querer. Un favor te pido, Señora, lo único que anhelo; si lo obtengo, acabaré gozoso mis mis días: el día que te prometas, suspira profundamente y cuando te vistan de novia y como casada mudes, echa a llorar y di "¡Desdichado Erotócrito, lo que te prometí lo olvidé; lo que deseas ya no existe. Y en tu alcoba una vez al mes recuerda lo que he sufrido por ti y se duela tu corazón por mí; y toma el retrato que se está en el cajón y las canciones que te decía y te gustaban tanto; míralo y leelas y acuérdate de mí que por ti me desterraron al extranjero, tan lejos. Y cuando te digan que he muerto, apiadate y llora y las canciones que hice deja que las abrase el fuego. Vaya y me halle donde fuere y viva la sazón que viviere te prometo no mirar ni alzar la vista a otra. Aunque ahora, desdichado de mí, prometa que no te he visto jamás; sino que sostenía una vela encendida y se me apagó. Mejor teniéndote morir que tener a otra y vivir. Por ti ha venido al mundo mi cuerpo. | |
Avellinou © 03.05.2016 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info