Albatros

Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί,
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.

Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ’ ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τα κουρασμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.

Πώς κείτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός
τ’ ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει
ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πώς πετούσε παρασταίνει.

Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ’ αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μεσ’ στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.


Um sich die Zeit zu vertreiben, fangen die Seeleute
oft die Albatrosse, große Meeresvögel,
die in lässiger Gesellschaft dem Schiff folgen,
wenn es durch die grenzenlose Weite des Ozeans gleitet.

Und kaum befinden sie sich auf dem Schiffsdeck,
lassen diese Könige des Himmels ihre müden Flügel
ungeschickt und beschämt an der Seite hängen,
kriechend wie Ruder, der Antrieb des Schiffes.

So wirkt der geflügelte Traveller feige,
vom schönen Vogel bleiben Komik und Ungeschick,
einer stößt ihn mit dem Schnabel seiner Pfeife an,
der andere macht hinkend nach, wie er fliegt.

Gleich ihm ist der Dichter ein arroganter Vogel,
der im Unwetter haust und den Pfeil des Todes verachtet,
er kommt wie ein Verbannter auf die Erde und in den Lärm,
in riesigen Flügeln verheddern sich seine Schritte.

lipsia © 03.05.2016

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info