Allen hebben dorst

Όλοι διψάνε χρόνια τώρα. Όλοι πεινάνε.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια.
Μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι,
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους,
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους.
Κι έχουν στα χείλη τους επάνω το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.


Allen hebben al jaren dorst. Allen hebben honger.
Hun ogen zijn rood van slaapgebrek.
Een diepe rimpel zit geklemd tussen hun wenkbrauwen,
als een cipres tussen twee bergen bij zonsondergang.

Hun arm lijkt vastgelijmd aan een geweer,
het geweer is het verlengde van hun arm,
hun arm het verlengde van hun ziel.
En ze hebben woede op hun lippen
en ze hebben verdriet/pijn heel diep in hun ogen
als een ster in een zoutpan.

renehaentjens © 03.05.2016

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info