In der Dämmerung

Άνω κάτω χτες τα κάνανε
στου Σιδέρη τον παλιό τεκέ.
Πρωί πρωί με τη δροσούλα
απάνω στη γλυκιά μαστούρα
στήσανε καυγά δυο μάγκες
για να κάνουν ματσαράγκες.

Τεκετζή μου, βάστα να σου πω,
σου μιλάει ο μάγκας με καημό.
Το χασίσι κι αν φουμάρω,
εγώ κανέναν δεν πειράζω.
Είμαι μάγκας και αλάνης,
μπήκα στον τεκέ χαρμάνης.

Μπήκα μόνος μέσα στον τεκέ
να φουμάρω ένα ναργιλέ.
Να φουμάρω, να μπαφιάσω
και τις πίκρες να ξεχάσω.
Μες στην τόση μου σκοτούρα
βρίσκω γλέντι στη μαστούρα.


Wie im Tollhaus ist es gestern gewesen
im Sidéris, dem alten Teké.*
Früh morgens mit der Dämmerung
auf dem Höhepunkt des süßen Rausches
brachen zwei Manges Streit vom Zaun
und machten Fisimatenten.

Mein Teké-Bruder, der Mangas verkneift sich,
zu dir zu sprechen mit Kummer.
Aber wenn ich Haschisch rauche,
mache ich Ärger mit niemanden.
Ich bin ein Mangas und Herumtreiber,
auf Entzug gehe ich ins Teké.

Ich bin allein ins Teké,
um eine Wasserpfeife zu rauchen.
Um zu rauchen, um breit zu sein
und die bitteren Dinge zu vergessen.
Mit meinen derartigen Sorgen
finde ich ein Fest nur im Rausch.

lipsia © 03.05.2016

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info