In der Dämmerung | ||
Άνω κάτω χτες τα κάνανε στου Σιδέρη τον παλιό τεκέ. Πρωί πρωί με τη δροσούλα απάνω στη γλυκιά μαστούρα στήσανε καυγά δυο μάγκες για να κάνουν ματσαράγκες. Τεκετζή μου, βάστα να σου πω, σου μιλάει ο μάγκας με καημό. Το χασίσι κι αν φουμάρω, εγώ κανέναν δεν πειράζω. Είμαι μάγκας και αλάνης, μπήκα στον τεκέ χαρμάνης. Μπήκα μόνος μέσα στον τεκέ να φουμάρω ένα ναργιλέ. Να φουμάρω, να μπαφιάσω και τις πίκρες να ξεχάσω. Μες στην τόση μου σκοτούρα βρίσκω γλέντι στη μαστούρα. | Wie im Tollhaus ist es gestern gewesen im Sidéris, dem alten Teké.* Früh morgens mit der Dämmerung auf dem Höhepunkt des süßen Rausches brachen zwei Manges Streit vom Zaun und machten Fisimatenten. Mein Teké-Bruder, der Mangas verkneift sich, zu dir zu sprechen mit Kummer. Aber wenn ich Haschisch rauche, mache ich Ärger mit niemanden. Ich bin ein Mangas und Herumtreiber, auf Entzug gehe ich ins Teké. Ich bin allein ins Teké, um eine Wasserpfeife zu rauchen. Um zu rauchen, um breit zu sein und die bitteren Dinge zu vergessen. Mit meinen derartigen Sorgen finde ich ein Fest nur im Rausch. | |
lipsia © 03.05.2016 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info