Barbara

Η Βαρβάρα κάθε βράδυ στη Γλυφάδα ξενυχτάει
και ψαρεύει τα λαβράκια, κεφαλόπουλα, μαυράκια
Το καλάμι της στο χέρι, κι όλη νύχτα στο καρτέρι
περιμένει να τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει

Ένας κέφαλος βαρβάτος, όμορφος και κοτσονάτος
της Βαρβάρας το τσιμπάει, το καλάμι της κουνάει
Μα η Βαρβάρα δεν τα χάνει τον αγκίστρωσε τον πιάνει
τον κρατά στα δυο της χέρια και λιγώνεται στα γέλια

Κοίταξε μωρή Βαρβάρα, μη σου μείνει η λαχτάρα
τέτοιος κέφαλος με νύχι, δύσκολα να σου πετύχει
Βρε Βαρβάρα μη γλιστρήσει και στη θάλασσα βουτήξει
βάστα τον απ’ το κεφάλι μη σου φύγει πίσω πάλι

Στο καλάθι της τον βάζει κι από την χαρά φωνάζει
έχω τέχνη έχω χάρη ν’ αγκιστρώνω κάθε ψάρι
Για ένα κέφαλο θρεμμένο όλη νύχτα περιμένω
που θα `ρθεί να μου τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει


Barbarella lì a Glyfada ogni notte passa sveglia
A pescare cefaletti, spigolette e qualche triglia
Con la canna sua da pesca tutto il tempo ad aspettare
Che passi un bel pescetto pronto ad abboccare.

Un bel cefalo paffuto, lungo lungo e nerboruto
È passato ed ha abboccato, tira come un gran forzuto
Barbarella non s’arrende, lo strattona e poi lo prende
Se lo tiene tra le mani, divertita e sorridente.

Fa’ attenzione Barbarella, non ti resti poi la fame
se lo graffi con gli artigli, io ti avverto, non lo pigli
se non vuoi che torni in mare, per non farlo più scappare
per la testa va acchiappato, e così l’avrai salvato.

Nel canestro poi lo infila, e con grande gioia grida
Sono brava ad acchiappare, ogni pesce ad acciuffare
Tutta notte ad aspettare con la canna mia da pesca
Che arrivi un cefalone e che morda forte l’esca.

--mikita-- © 09.05.2016

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info