Amor

Κι ήμουν στο σκοτάδι.
Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα.

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.


Estaba a oscuras
y era la oscuridad
y me vio un rayo de luz.

Frescor era su rostro dichoso;
y yo, gamón reseco
¡Como me sacudió el despertar de una juventud!
¡Como rió mi labio amargo!

Como si sus ojos me dijeran que
ya no era el naúfrago, el solitario,
Y me incliné tiernamente,
yo a quien el dolor había vuelto piedra.

Avellinou © 09.05.2016

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info