les enfants perdus | ||
Τα πιο ωραία παραμύθια απ’ όσα μου `χεις διηγηθεί αχ είν’ εκείνα που μιλούσαν για τα παιδιά που `χουν χαθεί αχ είν’ εκείνα που μιλούσαν για τα παιδιά που `χουν χαθεί. Για τα παιδιά που χάθηκαν στο στοιχειωμένο δάσος στις λίμνες στο βορρά για τα παιδιά που χάθηκαν στου δράκου το πηγάδι στης στρίγκλας τη σπηλιά. Σε συμμορίες με ζητιάνους σε αχυρώνες και σ’ αυλές και σε καράβια του πελάγους με λαθρεμπόρους πειρατές και σε καράβια του πελάγους με λαθρεμπόρους πειρατές. Για τα παιδιά που τα `συραν στης Αφρικής τις αγορές εμπόροι και ληστές και φοβισμένα κι ορφανά στη Σμύρνη και στη Βενετιά τα πιάσαν οι φρουρές. Ψωμί ζητήσαν του φουρνάρη λίγο νερό του καφετζή τα διώχνει ο πρώτος μ’ ένα φτυάρι κι ο άλλος λύνει το σκυλί τα διώχνει ο πρώτος μ’ ένα φτυάρι κι ο άλλος λύνει το σκυλί. Στις λυπημένες πολιτείες πέφτει μια κίτρινη βροχή στο σώμα μου έχω ανατριχίλες και το `να δόντι μου πονεί στο σώμα μου έχω ανατριχίλες και το `να δόντι μου πονεί. Το γράμμα σου δέκα σελίδες πάλι η ίδια συμβουλή μου λες στο σπίτι να γυρίσω μου λες ν’ αλλάξω πια ζωή μου λες στο σπίτι να γυρίσω μου λες ν’ αλλάξω πια ζωή. Ομίχλη πέφτει στις σκεπές φεύγουν οι φάτσες σαν σκιές και τρέμει το κερί φωτιές ανάβουν στις ακτές μέσα στ’ αυτιά μου ακούω στριγκλιές και τρέμω σαν πουλί. | Les plus belles histoires de toutes celles que tu m'as racontées ce sont celles qui parlaient des enfants qui se sont perdus ce sont celles qui parlaient des enfants qui se sont perdus. Les enfants qui sont perdus dans la forêt hantée dans les ports dans le Nord les enfants qui se sont perdus au puit du dragon à la grotte de la sorcière. Dans des bandes de mendiants dans des granges et dans des cours et dans des navires sur la mer avec des pirates contrebandiers et dans des navires sur la mer με λαθρεμπόρους πειρατές. Les enfants qu'ont trainés sur les marchés d'Afrique des marchands et des bandits et que, terrifiés et orphelins, à Smyrne et à Venise des gardes ont saisi Ils ont mendié du pain au boulanger un peu d'eau au cafetier le premier les chasses avec un pelle et l'autre a lâché le chien le premier les chasse avec une pelle et l'autre a lâché le chien; Sur les villes désolées tombe une pluie jaunâtre je sens des frissons sur ma peau et une dent me fait souffrir je sens des frissons sur ma peau et une dent me fait souffrir. Ta lettre de dix pages toujours le même conseil tu me dis de rentrer à la maison tu me dis de changer de vie tu me dis de rentrer à la maison tu me dis de changer de vie. Un brouillard tombe sur les toits les visages s'effacent comme des ombres la bougie tremble des feux s'allument sur la côte dans mon oreille j'entends des cris et je tremble comme un oiseau. | |
Ηλιασ ο Γαλλος, Olivier Goetz © 09.05.2016 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info