Dayım Panagis | ||
Είχα ένα μπάρμπα εγώ νταή Τον ξακουστό τον Παναγή Καμάρι κι ασικλίκι Λάζο στη μέση του χωστό Μουστάκι μαύρο γυριστό Καφέ αμάν και αγαπητιλίκι Μες τα Βουρλά κατιρματζής αντάμης και κοντραμπατζής και της τουρκιάς ο τρόμος καβάλα σε λιγνό φαρί το μάτι του θόλο βαρύ πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος Είχε σκοτώσει τσαντιρμά Όταν περνούσε κατσιρμά Μπροστά απ’ το καρακόλι Για να γλιτώσει τα καπνά Σκαρφάλωσε από τα βουνά Και τα φευγάτισε στην Πόλη Τσακιρισμένος μια βραδιά Κι ως ήταν άντρας με καρδιά Τον βάρεσε η τρέλα Και μπαμ και μπουμ τις πιστολιές Ξεσήκωσε τις γειτονιές Κι έσπασε δυο μπορντέλα Φτωχό σαν λάχαινε να δει Δάκρυζε σαν μικρό παιδί Κι ως είχε και παράδες Κάθε Χριστού και Πασχαλιά Μοίραζε ψώνια αγκαλιά Στους φτωχομαχαλάδες Η μάνα μου η Αλισαβώ Και η νενέ μου η Τζεβώ είχαν συχνά μπελάδες γιατί μας βγάζαν αβανιές Πως στου σπιτιού μας τις γωνιές Κρύβαμε κατιρμάδες Και κάποιο δειλινό μουντό Μας τον εφέραν σηκωτό Στο σπίτι λαβωμένο Με ματωμένη τραχηλιά Σπασμένη ραχοκοκαλιά Πολύ βαριά μαχαιρωμένο Και πρίν χάραξει η αυγή Και πριν ο ήλιος καλοβγεί Τον στόλιζαν στη κάσα Τον κλαίει Τσεσμές και Αϊβαλί Τον μπάρμπα μου τον Παναή Πήρ’ η Τουρκιά ανάσα Τον έφαγε μια παστρικιά Μια του παλιά αγαπητικιά Αχ έρημη αγάπη Γιατί ο μπάρμπας μου θαρρώ Κρυφά της τάχε από καιρό Με την Αγγέλα του Αράπη Και την παράλλη την αυγή Βγάζει η Τουρκιά διαταγή Ο κιρχανάς να κλείσει Μη σκοτωθεί κι άλλος ραγιάς Απ’ τα σεκλέτια της καρδιάς Κι η ρωμιοσύνη σβήσει Μα σβήστηκε ο Παναής Απ’ τα κιτάπια της ζωής ας έχει σχώριο η ψυχή του Αυτόν που έτρεμε η Τουρκιά Τον έφαγε η αγαπητικιά Και πήγε τσάμπα η ζωή του (Μεγάλωσα κι εγώ που λες Κοπέλα μες τις κοπελιές Και τ’ Αϊβαλιού λουλούδι Τον μπάρμπα μου δεν τον ξεχνώ Κι έκατσα αυτό το δειλινό Και σας τον έκανα τραγούδι) | bir dayım vardı benim meşhur Panagi dayı övünç kaynağı, delikanlı yarısı toprağa gömülü bir çakı gibi kapkara burma bıyıklı kafe aman ve aşıklık deyince akla gelen. Urla'nın içinden bir kaçakçı adam gibi adam ve bir deniz kaçakçısı Türklerin korkulu rüyası narin bir ata binmiş yan bakışı yakan attığı adımıyla yolu titreten. jandarmayı öldürmüştü kaçakçılık yaparken karakolun önünde. tütünleri kurtarmak için dağlara kaçtı ve tütünleri İstanbul'a kaçırdı bir akşam çakırkeyifti ne de olsa kalbi olan bir adamdı delilik onu ele geçirdi ve bam bum silah sesleri duyuldu mahalleyi ayağa kaldırdı iki genelevi bastı fakir birisiydi görsen çocuk gibi gözyaşı dökerdi sanki parası varmış gibi her yılbaşında ve Paskalya'da kucak dolusu ekmek dağıtırdı fakir mahallelerde annem Alisavo ninem Cevo sıklıkla belaya karışırlardı çünkü bize iftira atarlardı evimizde kaçakları sakladığımızı söyleyerek ve bulutlu bir akşam vakti kaldırıp bize getirdiler onu eve getirdiler yaralanmış halde boynu kanlar içinde omurgası kırılmış derinden bıçaklanmış ve şafak sökmeden güneş doğmadan önce süslediler onu tabutunun içinde Çeşme ve Ayvalık onun için ağladı dayım, Panagi (ve) Türkiye nefes aldı onu yedi bitirdi tertemiz bir fahişe * eski bir sevgilisi ah ıssız sevgi çünkü dayım sanırım gizlice ona gidiyordu bir süredir zencinin Angela'sı ile birlikte ve şafakla birlikte Türkiye bir buyruk çıkarttı kerhane kapatılsın Osmanlı reayasından başka biri öldürülmesin gönül derdi yüzünden ve Rum memleketi sönsün artık ama Panagis'i söndürdüler hayat kitabından (sildiler) ruhu affedilsin Türkiye'yi titreten o adamı sevgilisi yedi bitirdi ve hayatı boşu boşuna gitti [ben de büyüdüm, öyle denir ya genç kızların arasında bir kız Ayvalık'ın da çiçeği olarak. dayımı unutmadım ama bu akşam vakti oturup onu(n hikayesini) bir şarkı yaptım] * o dönemde düzenli olarak yıkanan kadınlar sadece fahişelerdi. bu sebepten, temizlik, ahlaksızlık olarak addedilirdi. | |
naytekin © 30.05.2016 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info