María Nube | ||
Παντού την είδα να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει το κενό Ν’ ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου.Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά καμπαρντίνα. Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιο θλιμμένη τότε. Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της. Μ.Ν Περπατώ μες στ’ αγκάθια, μες στα σκοτεινά σ’ αυτά που `ναι να γίνουν και στ’ αλλοτινά κι έχω για μόνο μου όπλο, μόνη άμυνα, τα νύχια μου τα μωβ, σαν τα κυκλάμινα. Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα. Είναι χλωμή και ωραία. Μα να της μιλάς, ούτε που ακούει καθόλου. Σαν να γίνεται κάτι αλλού - που μόνο αυτή το ακούει και τρομάζει. Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι ε κ ε ί. Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα. Μ.Ν. Περπατώ μες στ’ αγκάθια, μες στα σκοτεινά..... Τίποτα δεν κατάλαβε. Όλη την ώρα μου `λεγε `'θυμάσαι;'' Τι να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα. Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα, πώς να το πω , απροετοίμαστη. Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο ξαφνικά, 'κει που δεν το περίμενα καθόλου. Έλεγα `'μπα θα συνηθίσω''. Κι όλα γύρω μου έτρεχαν. Πράγματα κι άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν, ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή. Αλλά φαίνεται, το παράκανα. Επειδή - δεν ξέρω - κάτι παράξενο έγινε στο τέλος. Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος. Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή. Και τώρα όταν ακούω να βρέχει, δεν ξέρω τι με περιμένει. Μ.Ν. Πετάω μες στ’ αγκάθια, μες στα σκοτεινά...... | En todas partes la he visto sostener un vaso y mirar en el vacío oír discos echada en el suelo, pasear por la calle con pantalones anchos y una gabardina antigua. Delante de los escaparates de los chicos. Más entristecida entonces. Y en las discotecas más nerviosa, comiéndose las uñas. M.N. Paseo entre espinas, en la oscuridad en lo que ha de acaecer y en lo de otros tiempos y tengo como único arma, única defensa, mis uñas moradas cual ciclámenes. Fuma innumerables cigarrillos Está pálida y es hermosa. Pero al hablarle ni escucha nada como si ocurriese algo en otro sitio que sólo ella oye y la sobrecoge Sujeta tu mano con fuerza, lloran sus ojos, pero no está ahí. NO la he conprendido nunca y no le quité nada. M.N. Paseo entre espinos, en la oscuridad... No ha entendido nada. Todo el rato me decía "¿Te acuerdas?" ¿Qué recordar? Sólo recuerdo los sueños porque los sueño de noche Pero de día me siento mal ¿Cómo decirlo? Sin preparación. ¡Me halle en medio de la vida tan súbitamente! no me lo esperaba en absoluto. Me decía "Bah, me acostumbraré" y en torno a mí todo corría: Las cosas y las personas corrían, corrían; hasta que me puse yo misma a correr a correr como loca pero parece que me excedí. puesto que...no sé...pero al final ocurrió una cosa rara. Primero veía al muerto y luego ocurría el asesinato. Primero llegaba la sangre y después el golpe y el grito. Y ahora cuando oigo llover no sé qué me espera. M.N. Paseo entre espinos, en la oscuridad... | |
Avellinou © 11.11.2014 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info