Ah, che ingiustizia

Τόσα χρόνια πολεμούσα μέσα στη φωτιά
το μπαρούτι τ’ αψηφούσα και τη μπαταριά
μα του Χάρου δεν τ’ αρέσει να `σαι νικητής
και σε βγάζει απ’ τη μέση ό,τι και να πεις

Αχ τι άδικο αχ τι άδικο
κάποιο βράδυ να μεθύσω και να σκοτωθώ
παλληκάρι εγώ να σβήσω μες το καπηλειό

Τα πανιά στ’ ακροθαλάσσι καμαρώνουνε
κι οι συντρόφοι στο γιορτάσι ξεφαντώνουνε
κάποιας μάγισσας τα χάδια τους μεθύσανε
με πετάξανε στην άμμο και μ’ αφήσανε

Αχ τι άδικο αχ τι άδικο
κάποιο βράδυ να μεθύσω και να σκοτωθώ
παλληκάρι εγώ να σβήσω μες το καπηλειό


Per parecchi anni ho combattuto in mezzo al fuoco della battaglia,
me ne infischiavo della povere da sparo e della scarica dell'artiglieria,
ma alla morte non piace che tu sia vincitore,
vuole solo toglierti di mezzo, e così sia.

Ah, che ingiustizia, ah, che ingiustizia,
una sera mi ubriacherò e mi ucciderò,
da valoroso, io voglio morire in una bettola.

Guardavano con orgoglio le vele sulla sponda del mare,
i compagni facevano festa,
le moine di una strega fecero loro perdere il senno,
mi gettarono sulla spiaggia, e lì mi lasciarono.

Ah, che ingiustizia, ah, che ingiustizia,
una sera mi ubriacherò e mi ucciderò,
da valoroso, voglio morire in una bettola.

android2020 © 04.08.2016

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info