Con le imposte chiuse

Τον στεναγμό μου πια δεν τον ακούς;
Η νύχτα λες που αναστενάζει;
Τα ρούχα σου ραντίζω μ’ αγιασμούς
και λέω είναι μπόρα θα περάσει.

Σαν καφενείο με κλειστά παράθυρα
και σ’ ένα δρόμο ερημικό έγειρε τώρα η καρδιά σου.
Και σαν τον πόλεμο τον ξαφνικό με τα σημάδια
στο λαιμό ζεστή με πήραν απ’ την αγκαλιά σου.

Από το σπίτι δεν περνά κανείς,
ούτε οι φίλοι κι οι γειτόνοι.
Η στέγη δε χαμήλωσε θαρρείς;
Μα είναι η αγάπη που τελειώνει.

Σαν καφενείο με κλειστά παράθυρα
και σ’ ένα δρόμο ερημικό έγειρε τώρα η καρδιά σου.
Και σαν τον πόλεμο τον ξαφνικό με τα σημάδια
στο λαιμό ζεστή με πήραν απ’ την αγκαλιά σου.


Non ascolti più il mio gemito?
Pensi che la notte possa rianimarmi?
Aspergo i miei vestiti con acqua benedetta
e dico: è tempesta che passerà.

Come un caffè con le imposte chiuse,
in una strada solitaria, invecchia ora il tuo cuore.
E, con i segni di una lotta improvvisa,
mi ha trascinato nei guai il calore del tuo abbraccio.

Nessuno viene a casa,
ne' gli amici ne' i vicini.
Sarà per via del tetto che si è abbassato troppo, non credi?
O forse è l'amore che è finito!

Come un caffè con le imposte chiuse,
in una strada solitaria, invecchia ora il tuo cuore.
E, con i segni di una lotta improvvisa,
mi ha trascinato nei guai il calore del tuo abbraccio.

android2020 © 05.07.2016

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info