Il tempo è stato deformato | ||
Ο χρόνος παραμορφώθηκε, Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν. Ξέρεις πού θα με βρεις, Εγώ ο Φόβος. Εγώ ο θάνατος. Εγώ η μνήμη, ανήμερη. Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου, εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής. Θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με τη αγωνία μου. Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγελικά. Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες, ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται. Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν. Όμως θαρρώ, οι μόνοι που ίσως καταλάβουν θα ναι τα παιδιά, πλούσια απ’ την κληρονομιά μας πρώτη φορά, τα παιδιά σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας, θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα τ’ αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών διορθώνοντας τα λάθη, σβήνοντας τα ψέματα, ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά, χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας σημαδεμένα από την αστραπή τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης που σε μας άργησε τόσο πολύ να `ρθει. Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου κι αν τώρα κάθε που αναδαίνω βγαίνει τ’ όνομά σου όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου, με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου σου, της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά, κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας, με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου ίσως τότε θα `χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί, στο σταυροδρόμι του κόσμου, μ’ όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου, ίσως τότε τα παιδιά σου, μαζί μ’ όλα τα παιδιά, να προλάαουν τον καιρό και τη ζωή μια στιγμή πριν απ’ το χάος. Και πια δε θα `χει μείνει τίποτ’ από μένα ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου, μα θα `χω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου θα `χω γράψει τ’ όνομά σου, που φοβόμουνα, ως την άλλη όχθη και το κορμί μου ίσως νεκρό μα πάλi ακέραιο θ’ αναπαύεται με γύρω του τη θύμησή σου και τη λιόλουστη ζωή. | Il tempo è stato deformato. Gli anni che vengono sono stati deformati. Sai dove mi troverai. Io la paura. Io la morte. Io la memoria, selvaggia. Io il ricordo della tenerezza della tua mano, io il dolore della nostra vita rovinata. Assedierò il «fatti gli affari tuoi!» con il mio affanno. Farò a pezzi il loro sonno con oscene, orribili visioni di fuoco. Globi smisurati cadranno sui passanti indifferenti, finché cominceranno a sussultare finché cominceranno a porsi domande. Non potranno uccidermi. Tuttavia credo, i soli che forse capiranno saranno i ragazzi, ricchi della nostra eredità per la prima volta, i ragazzi solidi nella memoria, duri verso di noi, impareranno forse tempestivamente i goffi cimiteri dei penultimi naufraghi, correggendo gli errori, cancellando le bugie, dando alle cose i nomi appropriati, senza romanticismi, i ragazzi, senza fare anagrammi con l'età, presi di mira dal fulmine, dalla conoscenza della forza della solitudine, che per te ha tardato così tanto a venire. E se ora ti chiamo disperatamente, si levi il nome tuo, quando comincerò a percorrere le oscure vie del mondo, con soltanto una manciata di pietre di luna, a guidarmi, accecando il mondo con il bagliore del tuo sorriso folle, da monaca che custodisce le chiavi, assordando il mondo con gli echi che vengono dalla terrazza, con le urla di quelli che sono tormentati e di quelli che tormentano, squassando il mondo con la stesso linguaggio della morte, forse allora avrai trovato la strada nel tuo proprio labirinto, forse allora si rivelerà uno splendido arboscello, al crocevia del mondo, con tutti i fiumi a raggiungere i segreti nelle sue radici, forse allora i tuoi ragazzi, con tutti gli altri ragazzi, potrebbero raggiungere il tempo e la vita, un attimo prima del Caos. E più niente di me sarà rimasto, né rimpianto per ciò che avevo in animo di diventare, né il mio contatto con la tua mano, né ciò che è più mio, il mio modo di esprimermi, ma si sarà disciolto in tutti i fiumi del mondo, avrò scritto il tuo nome, che temevo come l'altra sponda, e forse il mio corpo sarà morto, ma di nuovo riposerà integro, attorno a me, di suo, ci sarà il tuo ricordo, e la vita bagnata dal sole. | |
android2020 © 17.07.2016 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info