Sul monte Pentelico | ||
Μες της Πεντέλης τα βουνά στα πεύκα τριγυρίζω τον Χάρο ψάχνω για να βρω μανούλα μου μα δεν τον εγνωρίζω Ένα γλυκό ξημέρωμα τον Χάρο ανταμώνω μες της Πεντέλης τα βουνά μανούλα μου και του μιλώ με πόνο Χάρε του λέω άσε με ακόμα για να ζήσω έχω γυναίκα και παιδιά μανούλα μου πες μου πού θα τ’ αφήσω Με βλέπει και χαμογελά κι αρχίζω πια να σβήνω μου λέει με δυνατή φωνή μανούλα μου σε παίρνω δε σ’ αφήνω | Sul monte Pentelico mi aggiro fra i pini, dimentico la morte per andare a trovare la mia povera madre, ma non conosco bene la morte. Un dolce mattino incontro la morte sul monte Pentelico, madre mia, e le parlo con sofferenza. Morte, le dico, lasciami vivere ancora, ho moglie e figli, madre mia, dimmi come posso lasciarli! Mi guarda e sorride, e comincio ormai a spegnermi, mi dice, con voce potente, madre mia, ti prendo, non ti lascio. | |
android2020 © 30.07.2016 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info