1922 | ||
Στους χρόνους της καταστροφής εικοσιδυό και πέρα φονιάδες παραμόνευαν το γέρο μου πατέρα. Οι τοίχοι γέμιζαν αυτιά οι νύχτες κρύα μάτια οι πόρτες κρύβανε φωνές σκιές τα σκαλοπάτια. Πικροί καιροί σημαδιακοί με δάκρυα κι αλάτι με του δασκάλου τη φωνή το χέρι του εργάτη. Μαζί με κείνους στο σταυρό παρά να προσκυνήσω παρά να πάω μπρός σκυφτός ορθός να πολεμήσω. Τα χέρια νά ‘ναι σίδερα και θα γυρίσει η σφαίρα θα φέρει κάτω το φονιά και πάνω τον πατέρα. | Negli anni della catastrofe, ventidue e oltre, gli assassini aspettavano il mio vecchio padre. I muri erano pieni di orecchie, le notti di freddi occhi, le porte nascondevano le voci, e le ombre i gradini. Tempi tristi, che si esprimevano con lacrime amare, con l'urlo del maestro, con la mano dell'artigiano. Piuttosto che inginocchiarmi piuttosto che andare avanti col capo chino, voglio stare dritto per combattere, insieme ai fratelli nella fede. Che le mani siano come il ferro, e la pallottola tornerà indietro, manderà l'assassino all'altro mondo e riporterà in vita mio padre. | |
android2020 © 20.08.2016 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info