Bianco muro

Ασπρος τοίχος άσπρος ήλιος
άσπρο του καλοκαιριού
μαύρα τα ματόκλαδά του
ίσκιοι του μεσημεριού

Μη μου βγαίνεις τέτοιαν ώρα
κι ασβεστώνεις τα σκαλιά
όλα θα σου τα στεγνώσει
ο ασβέστης τα φιλιά

Πέρασαν απ’ το σοκάκι
στάθηκαν στην αντηλιά
ρίξανε δροσιά στις πλάκες
τα κατάμαυρα μαλλιά

Φεύγουν παν αγκαλιασμένοι
κατω στον βαθύ γιαλό
στην σπηλιά που περιμένει
κρύσταλλο είναι το νερό

Πέρα εκεί στο μερημέρι
και στην άσπρη ακρογιαλιά
πίνουμε το καλοκαίρι
μ’ανοιχτή την αγκαλιά


Bianco muro, bianco sole
bianco di luna,
nere le sue ciglia,
ombre del mezzogiorno.

Non uscire a quest'ora,
e imbianca gli scalini con la calce,
tutto ti si asciugherà
la calce i baci.

Passarono dal vicolo,
si fermarono nel riverbero,
donando frescura al lastrico
i nerissimi capelli.

Vanno via sempre abbracciati,
giù, sulla spiaggia scura,
nelle grotte dove li aspetta
l'acqua cristallina.

Da ora a mezzogiorno
sulla bianca spiaggia,
ci godiamo l'estate,
in un chiaro abbraccio.

android2020 © 11.09.2016

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info