Odysseus

Το σιδερένιο του σπαθί ξετέλεψε το χρέος
της μαύρης της εκδίκησης ως όφειλε να κάμει
τώρα τα βέλη τα τραχιά και το μακρύ κοντάρι
χύσαν το αίμα των κακών κι έχει ποτίσει ο δρόμος.

Που να `ναι εκείνος όμως
που μέρα νύχτα γύριζε εξόριστος στον κόσμο
και τ’ όνομα του έλεγε πως ήτανε Κανένας.

Πείσμα στο πείσμα ενός θεού κόντρα στις θάλασσες του
στη γη και στη γυναικά του γύρισε ο Οδυσσέας.
Πείσμα στο πείσμα ενός Θεού, των γκρίζων των ανέμων
στου Άρη το συντάλογο οπού φωλιάζει ο τρόμος.

Τώρα κοιμάται ήσυχα στο νυφικό κρεβάτι
και δίπλα η βασίλισσα η πολυξακουσμένη
κι είναι το προσκεφάλι της στη μυρισμένη κλίνη
του αντρειωμένου βασιλιά ο δυνατός ο ώμος.

Που να ΄ναι εκείνος όμως
που μέρα νύχτα γύριζε σαν το σκυλί τον κόσμο
και τ’ όνομα του έλεγε πως ήτανε Κανένας.


Sein eisernes Schwert hat seine Pflicht getan
die Pflicht der düsteren Rache wie es ihm aufgetragen war
jetzt haben seine rauen Pfeile und der lange Speer
das Blut der Bösen vergossen und den Weg getränkt.

Wo aber mag jener sein
der Tag und Nacht wie ein Verbannter sich in der Welt herumtrieb
und der sagte, sein Name sei Niemand.

Trotzig gegenüber dem Trotz eines Gottes kehrte Odysseus
zurück in seine Gewässer, sein Land, zu seiner Frau.
Trotzig gegenüber dem Trotz eines Gottes, dem Getöse
der grauen Winde des Ares, wo der Schrecken zu Hause ist.

Jetzt schläft er ruhig im Hochzeitsbett
neben sich die vielgerühmte Königin
und ihr Kopfkissen im wohlriechenden Bett
ist ihres tapferen Königs starke Schulter.

Wo aber mag jener sein
der Tag und Nacht wie ein Hund sich in der Welt herumtrieb
und der sagte, sein Name sei Niemand.

Balinger © 02.07.2016

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info