mujer (2) | ||
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία. Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα. Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου. Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει. Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου, για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει. Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι. Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο. Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι, που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο; Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι. Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα. Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι, πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει. Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ’ είδες; Στην άμμο πάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό. Κοντά σου ναύτες απ’ την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν. Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα. Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο. Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα. Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα | Baila sobre la aleta del tiburón, haz triquiñuelas al viento con la lengua y pasa. En otros sitios te llamabas Judit; aquí, María. La serpiente se escinde en la peña con la morena . De pequeño me apresuraba, ahora voy a mi aire. Una chimenea me definió en el mundo y pita. Tu mano, que acarició mi poco pelo; si bien me doblegó una vez, hoy no me gobierna. La ampolleta y el rezón se han agrietado. Recoge la mesa, rapaz, vamos a volver a arrumbar. ¿Qué hijo de perra nos ha aojado y vamos tan mal , que niños y viejos se cachondean ? Pintarrojeada, alumbrada por un farol rojo, llena de algas y rosas, destino doble, cabalgabas sin silla a rienda suelta por vez primera en una cueva en Altamira. Brinca la gaviota para hacer bizquear al delfín. ¿Qué haces mirándome? Te voy a recordar yo dónde me has visto: te aturdí del revés sobre la arena la noche que echaban los cimientos de las pirámides. Paseamos juntos la muralla china. Junto a ti marineros de Ur atornillaron el primer buque. En Gránico, entre espadas desnudas, vertías aceite sobre las profundas heridas del macedonio. Pintada para que te ilumine luz insalubre. Tienes sed de oro. Toma, busca, cuenta. Aquí cerca de tí permaneceré años sin moverme, hasta que te me vuelvas destino, muerte y piedra. | |
Avellinou © 02.07.2017 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info