Erano le cinque erano le sei

Ήταν πέντε ήταν έξι κι έγινε εφτά
το παράπονο με πήρε κι έκλαψα πικρά
έκλαψα για τη ζωή μου και για το γραφτό
το ρολόι μου δείχνει οχτώ

Διάβασα τα γεγονότα και την κοσμική
για ποδόσφαιρο για φόνους και πολιτική
στην Ασία φασαρίες πείνα κι ερημιά
το ρολόι μου δείχνει εννιά

Μια γειτόνισσα απλώνει ρούχα καθαρά
πλένει με μια νέα σκόνη κι είναι αστραφτερά
με τραγούδια για τη φτώχεια και την ξενιτιά
ρετιρέ παίρνω στην Κηφισιά

Τα λουλούδια δε μυρίζουν είναι πλαστικά
ένα φίλο και μια αγάπη είχα μια φορά
τώρα βρέχει κάποιος τρέχει δεν μπορώ να δω
το ρολόι σταμάτησε εδώ


Erano le cinque erano le sei e arrivarono le sette
mi prese lo sconforto e piansi amaramente
piansi per la mia vita e per la mia sorte,
il mio orologio segnava le otto.

Ho letto il giornale: i fatti del giorno, lo sport,
la cronaca nera, la politica,
i drammi in Asia, la fame, la desolazione;
il mio orologio segnava le nove.

Una vicina stende vestiti puliti,
ella usa un nuovo detersivo ed essi risplendono;
cantando canzoni sulla povertà e l'emigrazione,
io acquisto un attico a Kifisià.

I fiori non profumano, sono di plastica
una volta avevo un amico e una innamorata,
ora piove, qualcuno corre, ma non riesco a vederlo:
il mio orologio improvvisamente si è fermato.

android2020 © 13.03.2017

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info