IL PADRE | ||
Στα χέρια της μητέρας μου, κοιμόταν ο πατέρας μου και η ζωή ξημερώνει στα παιδικά μου μάτια. Και το πρωί που έφευγε, μια ακτίνα του ήλιου ξέφευγε και χόρευε στο βήμα του αργά στα σκαλοπάτια. Στο μεσιανό του δάκτυλο μια φαγωμένη βέρα κι ανάμεσα στα χείλη του μια ήσυχη γραμμή. Δε μίλαγε μα δάκρυζε, στην πρώτη καλημέρα, λόγια είναι τα δάκρυα, κρυμμένα στα κορμί. Τους δρόμους που περπάταγε, ασίκικα τους πάταγε κι ας ήταν ο πατέρας μου σκαρί συνηθισμένο. Στους ουρανούς αρμένισε και το σακάκι ανέμισε, καιρός πάει που έφυγε μα εγώ τον περιμένω. | Tra le braccia di mia madre dormiva mio padre e la vita albeggia nei miei occhi infantili e il mattino che se ne andava sfuggiva un raggio di sole e danzava lentamente sulle scale con il suo passo (rit.) nel suo dito medio una vera consumata e tra le sue labbra una linea tranquilla non parlava, ma piangeva, nel primo buongiorno le lacrime sono parole nascoste nel corpo Le strade che percorreva le calpestava con coraggio anche se mio padre era di costituzione ordinaria veleggiava nei cieli, e la giacca sventolava se ne è andato da tempo ma io lo sto aspettando | |
marina mucci, MARINA MUCCI © 10.02.2017 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info