La madre

Δεν είμαι πια γυναίκα γιε μου
είμαι ένα δέντρο που ξερίζωσαν,
είμαι ένα βογκητό του ανέμου
μέσα στη νύχτα του χιονιά.

Δεν έχω μάτια να κοιτάζουν
δυο βρύσες έχω για το κλάμα μου,
χίλια μαχαίρια που με σφάζουν
σ’ αυτού του κόσμου τη γωνιά.

Όπου γυρνάω, για σένα μιλώ,
Μάη μου παιδί μου,
ήλιε μου εσύ, μοναξιά μου χρυσή,
ψίχα απ’ την ψυχή μου, χαρά που έχασα.

Δεν είμαι πια γυναίκα φως μου
είμαι μια μάνα δίχως αύριο,
ένα άγριο πουλί στου κόσμου
την παγωμένη ανασαίμια.

Τίποτα πια δε με αγγίζει
η μέρα πάει, η νύχτα έρχεται
μονάχα ο πόνος μου μουγκρίζει
μεσ’ της καρδιάς την ερημιά.

Όπου γυρνάω, για σένα μιλώ...


Non sono più una donna, figlio mio,
sono un albero che hanno sradicato,
sono un lamento del vento
quando la notte nevica.

Non ho occhi che vedano,
ho due fontane per il mio pianto,
per i mille coltelli che mi hanno macellato
in un angolo di questo mondo..

Ovunque mi volgo, parlo di te,
mia ghirlanda di fiori di maggio, figlio mio,
tu, mio sole, mia solitudine dorata,
frutto della mia anima, gioia che ho perduto.

Non sono più una donna, luce mia,
sono una madre senza un domani,
un uccello selvatico che respira
il gelo del mondo.

Nulla ormai mi tange:
il giorno se ne va, viene la notte,
soltanto il dolore ringhia contro di me
nella desolazione del mio cuore.

Ovunque mi volgo, parlo di te...

android2020 © 10.01.2017

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info